Ο
σημαντικότερος Έλληνας ποιητής της Ελληνιστικής εποχής και αρχηγέτης
νέου είδους ποίησης που ονομάστηκε βουκολική και σημείωσε ισχυρή
επίδραση μέχρι και τους νεώτερους χρόνους. Οι μαρτυρίες για τη ζωή του
είναι πολύ πενιχρές. Πάντως όμως τα χρόνια της ζωής του συμπίπτουν με
τους χρόνους της ακμής της Αλεξανδρεωτικής ποίησης. Τα σχόλια στο
τέταρτο “Ειδύλλιον” παρέχουν την πληροφορία, ότι η ακμή του συμπίπτει με
την 124ην Ολυμπιάδα (284 – 280 π.Χ.). Επομένως γεννήθηκε κατά το 304
π.Χ.
Περί της καταγωγής του γίνεται λόγος σε επίγραμμα (Παλάτ Ανθολ. IX 634), το οποίο είχε προταχθεί στην έκδοση των έργων του Θεόκριτου, που είχε γίνει από τον Θέωνα τον γιο του Αρτεμίδωρου, κατά το 25 π.Χ. Σ’ αυτό παριστάνεται να μιλά ο Θεόκριτος και να λέει ότι δεν είναι ο εκ Χίου Θεόκριτος (ο οποίος ήκμασε κατά τον δ’ π.Χ. αιώνα), αλλά “εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν Συρακοσίων, υἱὸς τοῦ Πραξαγόρα καὶ τῆς Φιλίνης”. Το επίγραμμα δεν προέρχεται από τον Θεόκριτο, το περιεχόμενο του όμως τυχαίνει νάναι αξιόπιστο. Επειδή στο υπ’ αριθ. VII “Ειδύλλιον”, ο Θεόκριτος βάζει τον εαυτόν με το όνομα Σιμιχίδας, πλάστηκε η παράδοση, ότι ο πατέρας του ονομάζονταν Σίμιχος. Αυτή η παράδοση τυγχάνει όλως αναξιόπιστος. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι, επειδή τα ονόματα των γονιών του απαντούν και στη διάλεκτο της Κω, η οικογένεια του είλκε την καταγωγή της από εκεί και είχε έλθει στις Συρακούσες μετά από τη μετάκληση νέων κατοίκων από τον Τιμολέοντα. Απ’ αυτό εξηγείται, γιατί ο Θεόκριτος, όταν εγκατέλειψε την Δυτική Ελλάδα για να μεταβεί στην Αίγυπτο στάθμευσε για λίγο στην Κω. |
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε ο Θεόκριτος στις
Συρακούσες. Από νωρίς είχε επιδοθεί στην ποίηση. Από υπ’ αριθ. XVI
“Ειδύλλιο” που απευθύνεται στον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα,
συνάγεται, ότι ο Θεόκριτος βρισκόταν κατά το 275 π.Χ. στις Συρακούσες
και ότι είχε ήδη γράψει εκτός από το ρηθέν Ειδύλλιο και άλλα ποιήματα
και το επίγραμμα υπ’ αριθ. VIII “εις τον Επίχαρμον” σε δωρική διάλεκτο. Ο
Ιέρων (270 – 216 π.Χ.) μπλεγμένος τότε σε πολλές δυσχέρειες δεν
ανταποκρίθηκε προς την προς αυτόν ποιητική έκκληση του ποιητή και γι’
αυτό αυτός αποφάσισε να τεθεί υπό την προστασία των βασιλέων της
Αιγύπτου Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (285 – 246 π.Χ.) και της Αρσινόης.
Πριν όμως έλθει στην Αλεξάνδρεια, έμεινε για λίγο στη νήσο Κω, απ’ όπου
λέει η παράδοση κατάγονταν οι γονείς του. Στην Κω ήρθε σε επικοινωνία με
κύκλο ποιητών για τους οποίους κάνει ο Θεόκριτος λόγο στο υπ’ αριθ. VII
ειδύλλιο, που επιγράφεται “Θαλύσια”. Είναι όμως δύσκολο να
εξακριβώσουμε τα πραγματικά πρόσωπα που κρύβονται κάτω από τα ψευδώνυμα,
τα οποία χρησιμοποιεί ο ποιητής σ’ αυτό το ειδύλλιο. Ο Θεόκριτος
καλύπτει τον εαυτόν του κάτω απ’ το ψευδώνυμο Σιμιχίδας, με το ψευδώνυμο
Λυκίδας υπολανθάνει ο ποιητής Δωσιάδης, και υπό το Σικελίδας ο ποιητής
Ασκληπιάδης. Ο αρχαίος βιογράφος του Θεόκριτου γράφει “ἀκουσταὶ δὲ
γὲγονε Φιλητᾶ καὶ Ἀσκληπιάδου”. Η είδηση αυτή δεν είναι δυνατόν να
αληθεύει ως προς τον Φιλητά, γιατί αυτός είχε πεθάνει πριν έρθει ο
Θεόκριτος στην Κω. Βέβαιο όμως είναι ότι τότε γνωρίστηκε με τον εκ
Μιλήτου γιατρό και επιγραμματοποιό Νικία από την Μίλητο. Αυτόν
μνημονεύει ο Θεόκριτος στα υπ’ αριθ. XI, XIII, XXVIII ειδύλλια και στο
υπ’ αριθ. VIII επίγραμμα. Διαμένοντας ο Θεόκριτος στη νήσο Κω, συνέθεσε
και το παιγνιώδες σχηματικό του ποίημα, που επιγράφεται “Σύριγξ”.
Στην Αλεξάνδρεια ήρθε κατά πάσα πιθανότητα κατά το 270 π.Χ. Κατά την
διαμονή του στην Αίγυπτο, πιθανόν είναι ότι γνωρίστηκε με τον Καλλίμαχο,
και έγραψε το “Εγκώμιον εις Πτολεμαίον” ειδ. 17 και το υπ’ αριθ. XV
ειδύλλιο το επιγραφόμενο “Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι”. Περί του χρόνου
και του τόπου του θανάτου του λείπουν ακριβείς ειδήσεις. Ο σχολιαστής
του Οβίδιου αναφέρει (Ίβις στ. 549), ότι επανελθών ο Θεόκριτος στη
Σικελία θανατώθηκε κατά διαταγή του Ιέρωνος. Πρόκειται προφανώς περί
φανταστικής ειδήσεως. Ο Σουίδας απαριθμών τα έργα του Θεόκριτου γράφει “Οὖτος ἔγραψε τὰ καλούμενα Βουκολικὰ ἔπη Δωρίδι διαλέκτῳ· τινὲς δὲ ἀναφέρουν εἰς αὐτὸν καὶ ταῦτα· Προιτίδας, Ἐλπίδας, Ὕμνους, Ἡρῴνας, Ἐπικήδεια μέλη, ἐλεγείας καὶ ἰάμβους, ἐπιγράμματα”. Απ’ τα έργα του περισώθηκαν τριάντα ποιήματα, που μεταγενεστέρως ονομάστηκαν “ειδύλλια”, 26 επιγράμματα, απ’ τα οποία γνήσια είναι μόνον τα πρώτα εννιά. Αμφιβολίες διατυπώθηκαν ως προς τη γνησιότητα οκτώ ειδυλλίων (των υπ’ αριθ. 8, 9, 19, 20, 21, 23, 26, 27). Ο όρος “ειδύλλια” απαντά κατά πρώτον στα σχόλια στον Θεόκριτο και στον Πλίνιο το νεώτερο (4, 14, 9), και φαίνεται ότι δήλωνε κατά πρώτον ποιήματα που είχαν μικρή έκταση σε αντίθεση προς τα παλαιά μακρότατα έπη. Το ποίημα “Σύριγξ” παρουσιάζει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι οι στίχοι του είναι διαταγμένοι κατά τρόπον ώστε το γενικό σχήμα της διάταξης τους να μιμείται το σχήμα Σύριγγας. Ο Θεόκριτος έγινε, όπως σημειώθηκε, αρχηγέτης νέου είδους ποίησης που αποκαλέστηκε “Βουκολική ποίηση”, αν και περιλαμβάνει ποιήματα μυθικού, ερωτικού και υμνικού χαρακτήρα. Σε δέκα από τα ειδύλλια του Θεόκριτου οι υποθέσεις έχουν ληφθεί από τον ποιμενικό βίο. Τρία “ειδύλλια” έχουν θέματα παρμένα απ’ τη ζωή των πόλεων. Τα υπόλοιπα έχουν σα θέμα τους ερωτικές σκηνές και δύο είναι ύμνοι προς τον Ιέρωνα και τον Πτολεμαίον. Αποσπάσματα ενός νέου (31ου) ειδυλλίου έδωσε ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε στην Αντινόη (Ρ. 1163), ενώ πέντε στίχους απ’ το ποίημα με τον τίτλο “Βερενίκη”, που γράφτηκε προς τιμή της μητέρας του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, διέσωσε ο Αθήναιος (Δειπν. 284 Α). Οι τίτλοι, με τούς οποίους είναι γνωστά τα ειδύλλια είναι οι εξής: 1ον Θύρσις, 2ον Φαρμακεύτριαι, 3ον Κώμος, 4ον Νομείς, 5ον Βουκολιασταί, Κομάτας και Λάκων, 6ον Βουκολιασταί, Δάφνις και Δαμοίτας, 7ον Θαλύσια, 8ον Βουκολιασταί, Δάφνις και Μενέλαος, 9ον Νομεύς ή Βουκόλος, Δάφνις και Μενέλαος, 10ον Εργατίνοι ή θερισταί, 11ον Κύκλωψ, 12ον Αΐτης, 13ον Ύλας, 14ον Κυνίσκας έρως, 15ον Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι, 16ον Χάριτες ή Ιέρων, 17ον Εγκώμιον εις Πτολεμαίον, 18ον Ελένης επιθαλάμιον, 19ον Κηριοκλέπτης, 20ον Βουκολίσκος, 21ον Αλιείς, 22ον Διόσκουροι, 23ον Εραστής ή Δύσερως, 24ον Ηρακλίσκος, 25ον Ηρακλής Λεοντοφόνος, 26ον Λήναι ή Βάκχαι, 27ον Οαριστός, 28ον Ηλακάτη, 29ον Παιδικά, 30ον Εις νεκρόν Άδωνιν. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Θεόκριτος είναι η δωρική διάλεκτος, όχι όμως όπως λαλιόταν στις Συρακούσες, αλλ’ όπως είχε διαμορφωθεί από τη φιλολογική παράδοση. Χρησιμοποιεί και την ιωνική ποιητική διάλεκτο στα ποιήματα, όπου το θέμα είναι επικό. Χρησιμοποιεί ακόμα και την αιολική, όπως στην “Ηλακάτη” Η ποίηση του παρουσιάζει τη συνηθισμένη στην Ελληνιστική περίοδο περίτεχνη επεξεργασία ως προς τη μορφή. Χειρίζεται αριστοτεχνικά με πολλές ποικιλίες το δακτυλικό εξάμετρο. Δικαίως αναγνωρίζεται ο Θεόκριτος ως το τελευταίο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο ποιητικό πνεύμα του αρχαίου κόσμου. Η λαμπρή επιτυχία των “ειδυλλίων” του έγινε αφορμή να δημιουργηθεί ολόκληρη σχολή μιμητών του, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατέχουν ο Μόσχος και ο Βίων. Είναι φανερή και η επίδραση του στις “Εκλογές” του Βιργίλιου, που αποκαλούνται και “Βουκολικά”. Αναδείχθηκε ο πατέρας της λεγόμενης “ειδυλλιακής” ποίησης, που άρχισε να καλλιεργείται από την εποχή της Αναγέννησης. |
Βίων ο Σμυρναίος
Ο Βίων ο Σμυρναίος ήταν αρχαίος Έλληνας βουκολικός ποιητής, που έζησε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και μιμείται τον κυριότερο βουκολικό ποιητή, τον Θεόκριτο, όντας νεότερός του.
Από τα ποιήματα του Βίωνος σώζονται 17 αποσπάσματα. Το εκτενέστερο ποίημά του είναι ο «Επιτάφιος Αδώνιδος».
Ο ποιητικός του λόγος ενέχει αρμονία, συγκινεί και φανερώνει αληθινό
ποιητή. Σε μερικά αποσπάσματά του υπάρχει διαλογικός στίχος βουκόλων που
συνομιλούν μεταξύ τους. Μερικά πάλι δεν έχουν καθόλου βουκολικό
χαρακτήρα, αλλά μιλούν για τον έρωτα, με περισσότερη όμως λογοτεχνική
αβρότητα και λιγότερο πάθος. Ο Βίων είναι ασφαλώς κατώτερος από τον
Θεόκριτο, θεωρείται όμως ανώτερος από τον Μόσχο.
ΒΙΩΝ
161. – Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος 1-37
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·1
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη,10
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.15
Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του,
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών·2 ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια,3
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη,20
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ᾽ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο4 καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του,25
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.
«Αλί της της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε.
Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ᾽ η Αφροδίτη,30
πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του.
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο·35
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι:
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη».
Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·1
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη,10
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.15
Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του,
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών·2 ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια,3
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη,20
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ᾽ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο4 καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του,25
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.
«Αλί της της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε.
Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ᾽ η Αφροδίτη,30
πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του.
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο·35
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι:
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη».
(μετάφραση Παντελής Μπουκάλας)
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ
160. – Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι
ΓΟΡΓΩ
Είναι μέσα η Πραξινόη;
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αγαπημένη μου Γοργώ, χρόνια και καιρούς.
Μέσα είναι. Πώς ήτανε και ήρθες και τώρα;
Κοίτα να της φέρεις κάθισμα, Ευνόη· βάλε και μαξιλάρι.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είναι ανάγκη.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Κάθισε.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είμαι στα καλά μου. Είδα κι έπαθα, Πραξινόη,
να φτάσω εδώ ζωντανή.
Κόσμος και κακό, άρματα να δουν τα μάτια σου.5
Παντού αρβύλες, παντού άνδρες χλαμυδοφόροι.1
Και ο δρόμος ατέλειωτος· του λόγου σου, βλέπεις,
πιάνεις σπίτι όλο και πιο μακριά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Ας όψεται ο σαλεμένος ο άντρας μου
που ήρθε στην άκρη του κόσμου και έπιασε μια τρώγλη, όχι σπίτι,
μόνο και μόνο για να μην είμαστε γειτόνισσες,
από το κακό του, φθόνος και δηλητήριο, μια ζωή ο ίδιος.10
ΓΟΡΓΩ
Μη μιλάς έτσι, γλυκιά μου, για τον άντρα σου τον Δίνωνα
μπροστά στο μικρό. Δες το, καλέ, πώς σε κοιτάζει.
Μη φοβάσαι, Ζωπυρίων, γλυκό μου παιδί· δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Καταλαβαίνει το μωρό, μα τη θεά.2
ΓΟΡΓΩ
Καλός ο μπαμπάκας.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αυτός ο μπαμπάκας τις προάλλες -του λέμε λοιπόν τις προάλλες:15
«Πατερούκο, αγόρασε από τις σκηνές σόδα και κοκκινάδι»-
κι εκείνος, δεκατρείς πήχες άντρας, ήρθε και μας έφερε αλάτι.
ΓΟΡΓΩ
Και ο δικός μου ίδιος είναι. Τα πετάει τα λεφτά του ο Διοκλείδης.
Χτες έσκασε επτά δραχμές και πήρε πέντε ποκάρια σκυλόμαλλα,
μαδολογήματα από γέρικα πετσιά, σκέτη βρόμα, να σου βγαίνει η πίστη.20
Έλα όμως, πάρε το ιμάτιο και τον πέπλο με τις αγκράφες.
Πάμε στο παλάτι του ζάπλουτου βασιλέα μας του Πτολεμαίου
για να δούμε τον Άδωνη.
Ακούω πως η βασίλισσα ετοιμάζει κάτι έκτακτο.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Στων πλουσίων τα σπίτια όλα είναι πλούσια.
ΓΟΡΓΩ
Αυτά είδες, αυτά θα πεις,25
εσύ που τα είδες, σε άλλον που δεν τα είδε.
Ώρα όμως να ξεκινάμε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι αργόσχολοι έχουν πάντα γιορτή.
Ευνόη, σήκωσε το νήμα και ξαναβάλ᾽ το, αν τολμάς, στη μέση
και θα σου δείξω εγώ.
Οι νυφίτσες ψοφάνε να κοιμούνται στα μαλακά.3
Κουνήσου επιτέλους. Φέρε γρήγορα νερό.
Χρειαζόμαστε πρώτα νερό, και αυτή φέρνει σαπούνι.30
Τέλος πάντων, δώσ᾽ μου το.
Όχι τόσο πολύ, κακούργα.
Ρίξε μου νερό.
Γιατί, π᾽ ανάθεμά σε, μου ποτίζεις το χιτώνα;
Σταμάτα ντε. Ο θεός να το κάνει νίψιμο.
Το κλειδί της μεγάλης κασέλας πού είναι; Φέρ᾽ το εδώ.
ΓΟΡΓΩ
Θαύμα σου πάει, Πραξινόη, αυτός ο πτυχωτός πέπλος
με τις αγκράφες.
Πες μου, πόσο σου κόστισε το ύφασμα;35
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μη μου το θυμίζεις, Γοργώ. Πάνω από δύο μνες καθαρό ασήμι.
Όσο για τη δουλειά, εκεί έβαλα και την ψυχή μου.
ΓΟΡΓΩ
Ναι, αλλά έγινε όπως το ήθελες· αυτό έχεις κάθε λόγο να το λες.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φέρε μου το ιμάτιο και το καπέλο. Φόρεσέ μου τα όπως πρέπει.
Δεν θα σε πάρω, παιδί μου. Είναι ο μπαμπούλας,4 δαγκώνει το άλογο.40
Κλάψε όσο θέλεις. Όλα κι όλα, δεν θα μου γίνεις σακάτικο.
Πάμε. Φρυγία,5 πάρε το μικρό και παίξε μαζί του,
φώναξε μέσα τη σκύλα, κλείδωσε την πόρτα της αυλής.
Ω θεοί, τι κόσμος και λαός.
Πώς και πότε να περάσουμε τούτο το κακό;45
Μυρμηγκομάνι αναρίθμητο και αμέτρητο.
Έχεις κάνει πολλά καλά, Πτολεμαίε,
από τότε που ο πατέρας σου βρίσκεται στη χορεία των αθανάτων.
Κανένας κακοποιός δεν επιτίθεται στους περαστικούς,
γλιστρώντας ύπουλα με τον τρόπο των Αιγυπτίων,6
τα παιχνίδια που έπαιζαν πριν,50
άντρες που έχουν την απάτη στο αίμα τους,
πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλον, θλιβερά υποκείμενα,
καταραμένη φάρα.
Γλυκύτατή μου Γοργώ, τι κάνουμε; Τα αγωνιστικά άλογα του βασιλιά.
Καλό μου παλληκάρι, μη με πατήσεις.
Ορθοστάτησε ο ντορής. Δες τι άγριος που είναι.
Φεύγα, σκύλα Ευνόη. Θα τον ποδοπατήσει τον οδηγό.
Ευτυχώς που άφησα το μωρό στο σπίτι.55
ΓΟΡΓΩ
Μη φοβάσαι, Πραξινόη. Επιτέλους, βρεθήκαμε πίσω τους,
και αυτοί πήγαν στον προορισμό τους.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Και εγώ συνέρχομαι ήδη.
Το άλογο και το παγερό το φίδι από μικρό παιδί
τα φοβάμαι όσο τίποτε άλλο.
Ας βιαστούμε. Ένα ανθρωπομάνι χύνεται καταπάνω μας σαν κύμα.
ΓΟΡΓΩ (απευθυνόμενη σε μια γριά που συναντούν)
Από το παλάτι έρχεσαι, γιαγιά;60
ΓΡΙΑ
Ναι, παιδιά μου.
ΓΟΡΓΩ
Είναι εύκολο να περάσει κανείς μέσα;
ΓΡΙΑ
Οι Αχαιοί, ομορφοκόριτσα, έφτασαν προσπαθώντας στην Τροία.
Με προσπάθεια όλα γίνονται.
ΓΟΡΓΩ
Εχρησμοδότησε η γραία και απήλθε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι γυναίκες γνωρίζουν τα πάντα,
ακόμη και το πώς ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα.
ΓΟΡΓΩ
Κοίτα, Πραξινόη, τι κόσμος συνωστίζεται στις πύλες.65
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φοβερός. Δώσ᾽ μου το χέρι σου, Γοργώ.
Ευνόη, πιάσου και συ από το χέρι της Ευτυχίδας.7
Πρόσεχε μην την αποχωριστείς.
Να μπούμε μέσα όλες μαζί.
Γαντζώσου απάνω μας, Ευνόη.
Πω πω η δυστυχής,
το καλοκαιρινό μου φόρεμα έγινε ήδη δυο κομμάτια, Γοργώ.70
Για τ᾽ όνομα του Διός, άνθρωπέ μου,
πρόσεξέ μου, καλή τύχη να ᾽χεις, το ιμάτιο.
ΞΕΝΟΣ
Δεν είναι στο χέρι μου, αλλά θα προσέξω.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Όχλος στην κυριολεξία.
Σπρώχνονται σαν τα γουρούνια.
ΞΕΝΟΣ
Κουράγιο, ξένη· είμαστε καλά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Να είσαι καλά και του χρόνου και πάντα, καλέ κύριε,
που μας προστατεύεις.75
Τι ευγενικός και πονόψυχος άντρας.
Θα μας τη σκάσουν την Ευνόη.
Έλα, ταλαίπωρη, σπρώξε, άνοιξε δρόμο.
Θαυμάσια. «Όλες μέσα»,8 είπε αυτός που κλείδωσε τη νύφη.
ΓΟΡΓΩ
Έλα καταδώ, Πραξινόη. Κοίταξε πρώτα τα κεντημένα υφάσματα.
Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Δέσποινα Αθηνά, ποιες υφάντρες τα κέντησαν,80
ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,85
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.
ΑΛΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σταματήστε, π᾽ ανάθεμά σας, την ακατάσχετη φλυαρία,
καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μπα, από πού ξεφύτρωσε ο άνθρωπος;
Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.90
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών.9 Μιλάμε τη γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη,10 να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.95
ΓΟΡΓΩ
Σώπασε, Πραξινόη· ετοιμάζεται να τραγουδήσει τον Άδωνη
η κόρη της Αργείας,11 η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
Δέσποινα, που αγάπησες τους Γολγούς και το Ιδάλιο100
και την απόκρημνη Έρυκα,12
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·13
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.105
Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες τη Βερενίκη14 από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,15110
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.
Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,115
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.16
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του120
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·17
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.125
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στη γη της Σάμου18
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».
Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:130
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα “έχε γεια” στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ᾽ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.135
Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στη γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,19
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος,20 όταν γύρισε από την Τροία,140
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες21 και οι Δευκαλίωνες,22
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.23
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόη, είναι ταλέντο η γυναίκα.145
Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μη βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)Είναι μέσα η Πραξινόη;
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αγαπημένη μου Γοργώ, χρόνια και καιρούς.
Μέσα είναι. Πώς ήτανε και ήρθες και τώρα;
Κοίτα να της φέρεις κάθισμα, Ευνόη· βάλε και μαξιλάρι.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είναι ανάγκη.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Κάθισε.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είμαι στα καλά μου. Είδα κι έπαθα, Πραξινόη,
να φτάσω εδώ ζωντανή.
Κόσμος και κακό, άρματα να δουν τα μάτια σου.5
Παντού αρβύλες, παντού άνδρες χλαμυδοφόροι.1
Και ο δρόμος ατέλειωτος· του λόγου σου, βλέπεις,
πιάνεις σπίτι όλο και πιο μακριά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Ας όψεται ο σαλεμένος ο άντρας μου
που ήρθε στην άκρη του κόσμου και έπιασε μια τρώγλη, όχι σπίτι,
μόνο και μόνο για να μην είμαστε γειτόνισσες,
από το κακό του, φθόνος και δηλητήριο, μια ζωή ο ίδιος.10
ΓΟΡΓΩ
Μη μιλάς έτσι, γλυκιά μου, για τον άντρα σου τον Δίνωνα
μπροστά στο μικρό. Δες το, καλέ, πώς σε κοιτάζει.
Μη φοβάσαι, Ζωπυρίων, γλυκό μου παιδί· δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Καταλαβαίνει το μωρό, μα τη θεά.2
ΓΟΡΓΩ
Καλός ο μπαμπάκας.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αυτός ο μπαμπάκας τις προάλλες -του λέμε λοιπόν τις προάλλες:15
«Πατερούκο, αγόρασε από τις σκηνές σόδα και κοκκινάδι»-
κι εκείνος, δεκατρείς πήχες άντρας, ήρθε και μας έφερε αλάτι.
ΓΟΡΓΩ
Και ο δικός μου ίδιος είναι. Τα πετάει τα λεφτά του ο Διοκλείδης.
Χτες έσκασε επτά δραχμές και πήρε πέντε ποκάρια σκυλόμαλλα,
μαδολογήματα από γέρικα πετσιά, σκέτη βρόμα, να σου βγαίνει η πίστη.20
Έλα όμως, πάρε το ιμάτιο και τον πέπλο με τις αγκράφες.
Πάμε στο παλάτι του ζάπλουτου βασιλέα μας του Πτολεμαίου
για να δούμε τον Άδωνη.
Ακούω πως η βασίλισσα ετοιμάζει κάτι έκτακτο.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Στων πλουσίων τα σπίτια όλα είναι πλούσια.
ΓΟΡΓΩ
Αυτά είδες, αυτά θα πεις,25
εσύ που τα είδες, σε άλλον που δεν τα είδε.
Ώρα όμως να ξεκινάμε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι αργόσχολοι έχουν πάντα γιορτή.
Ευνόη, σήκωσε το νήμα και ξαναβάλ᾽ το, αν τολμάς, στη μέση
και θα σου δείξω εγώ.
Οι νυφίτσες ψοφάνε να κοιμούνται στα μαλακά.3
Κουνήσου επιτέλους. Φέρε γρήγορα νερό.
Χρειαζόμαστε πρώτα νερό, και αυτή φέρνει σαπούνι.30
Τέλος πάντων, δώσ᾽ μου το.
Όχι τόσο πολύ, κακούργα.
Ρίξε μου νερό.
Γιατί, π᾽ ανάθεμά σε, μου ποτίζεις το χιτώνα;
Σταμάτα ντε. Ο θεός να το κάνει νίψιμο.
Το κλειδί της μεγάλης κασέλας πού είναι; Φέρ᾽ το εδώ.
ΓΟΡΓΩ
Θαύμα σου πάει, Πραξινόη, αυτός ο πτυχωτός πέπλος
με τις αγκράφες.
Πες μου, πόσο σου κόστισε το ύφασμα;35
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μη μου το θυμίζεις, Γοργώ. Πάνω από δύο μνες καθαρό ασήμι.
Όσο για τη δουλειά, εκεί έβαλα και την ψυχή μου.
ΓΟΡΓΩ
Ναι, αλλά έγινε όπως το ήθελες· αυτό έχεις κάθε λόγο να το λες.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φέρε μου το ιμάτιο και το καπέλο. Φόρεσέ μου τα όπως πρέπει.
Δεν θα σε πάρω, παιδί μου. Είναι ο μπαμπούλας,4 δαγκώνει το άλογο.40
Κλάψε όσο θέλεις. Όλα κι όλα, δεν θα μου γίνεις σακάτικο.
Πάμε. Φρυγία,5 πάρε το μικρό και παίξε μαζί του,
φώναξε μέσα τη σκύλα, κλείδωσε την πόρτα της αυλής.
Ω θεοί, τι κόσμος και λαός.
Πώς και πότε να περάσουμε τούτο το κακό;45
Μυρμηγκομάνι αναρίθμητο και αμέτρητο.
Έχεις κάνει πολλά καλά, Πτολεμαίε,
από τότε που ο πατέρας σου βρίσκεται στη χορεία των αθανάτων.
Κανένας κακοποιός δεν επιτίθεται στους περαστικούς,
γλιστρώντας ύπουλα με τον τρόπο των Αιγυπτίων,6
τα παιχνίδια που έπαιζαν πριν,50
άντρες που έχουν την απάτη στο αίμα τους,
πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλον, θλιβερά υποκείμενα,
καταραμένη φάρα.
Γλυκύτατή μου Γοργώ, τι κάνουμε; Τα αγωνιστικά άλογα του βασιλιά.
Καλό μου παλληκάρι, μη με πατήσεις.
Ορθοστάτησε ο ντορής. Δες τι άγριος που είναι.
Φεύγα, σκύλα Ευνόη. Θα τον ποδοπατήσει τον οδηγό.
Ευτυχώς που άφησα το μωρό στο σπίτι.55
ΓΟΡΓΩ
Μη φοβάσαι, Πραξινόη. Επιτέλους, βρεθήκαμε πίσω τους,
και αυτοί πήγαν στον προορισμό τους.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Και εγώ συνέρχομαι ήδη.
Το άλογο και το παγερό το φίδι από μικρό παιδί
τα φοβάμαι όσο τίποτε άλλο.
Ας βιαστούμε. Ένα ανθρωπομάνι χύνεται καταπάνω μας σαν κύμα.
ΓΟΡΓΩ (απευθυνόμενη σε μια γριά που συναντούν)
Από το παλάτι έρχεσαι, γιαγιά;60
ΓΡΙΑ
Ναι, παιδιά μου.
ΓΟΡΓΩ
Είναι εύκολο να περάσει κανείς μέσα;
ΓΡΙΑ
Οι Αχαιοί, ομορφοκόριτσα, έφτασαν προσπαθώντας στην Τροία.
Με προσπάθεια όλα γίνονται.
ΓΟΡΓΩ
Εχρησμοδότησε η γραία και απήλθε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι γυναίκες γνωρίζουν τα πάντα,
ακόμη και το πώς ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα.
ΓΟΡΓΩ
Κοίτα, Πραξινόη, τι κόσμος συνωστίζεται στις πύλες.65
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φοβερός. Δώσ᾽ μου το χέρι σου, Γοργώ.
Ευνόη, πιάσου και συ από το χέρι της Ευτυχίδας.7
Πρόσεχε μην την αποχωριστείς.
Να μπούμε μέσα όλες μαζί.
Γαντζώσου απάνω μας, Ευνόη.
Πω πω η δυστυχής,
το καλοκαιρινό μου φόρεμα έγινε ήδη δυο κομμάτια, Γοργώ.70
Για τ᾽ όνομα του Διός, άνθρωπέ μου,
πρόσεξέ μου, καλή τύχη να ᾽χεις, το ιμάτιο.
ΞΕΝΟΣ
Δεν είναι στο χέρι μου, αλλά θα προσέξω.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Όχλος στην κυριολεξία.
Σπρώχνονται σαν τα γουρούνια.
ΞΕΝΟΣ
Κουράγιο, ξένη· είμαστε καλά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Να είσαι καλά και του χρόνου και πάντα, καλέ κύριε,
που μας προστατεύεις.75
Τι ευγενικός και πονόψυχος άντρας.
Θα μας τη σκάσουν την Ευνόη.
Έλα, ταλαίπωρη, σπρώξε, άνοιξε δρόμο.
Θαυμάσια. «Όλες μέσα»,8 είπε αυτός που κλείδωσε τη νύφη.
ΓΟΡΓΩ
Έλα καταδώ, Πραξινόη. Κοίταξε πρώτα τα κεντημένα υφάσματα.
Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Δέσποινα Αθηνά, ποιες υφάντρες τα κέντησαν,80
ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,85
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.
ΑΛΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σταματήστε, π᾽ ανάθεμά σας, την ακατάσχετη φλυαρία,
καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μπα, από πού ξεφύτρωσε ο άνθρωπος;
Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.90
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών.9 Μιλάμε τη γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη,10 να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.95
ΓΟΡΓΩ
Σώπασε, Πραξινόη· ετοιμάζεται να τραγουδήσει τον Άδωνη
η κόρη της Αργείας,11 η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
Δέσποινα, που αγάπησες τους Γολγούς και το Ιδάλιο100
και την απόκρημνη Έρυκα,12
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·13
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.105
Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες τη Βερενίκη14 από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,15110
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.
Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,115
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.16
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του120
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·17
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.125
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στη γη της Σάμου18
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».
Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:130
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα “έχε γεια” στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ᾽ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.135
Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στη γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,19
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος,20 όταν γύρισε από την Τροία,140
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες21 και οι Δευκαλίωνες,22
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.23
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόη, είναι ταλέντο η γυναίκα.145
Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μη βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.
http://www.greek-language.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου