Help Us Improve Our Site

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Ηράκλειτος (544 - 484 π.Χ.) Αποφθέγματα






ϡ ἐὰν μὴ ἔλπηται  ανέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει,  ανεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.
Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

ϡ ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει  αλλὰ σημαίνει.
Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει,
αλλά μονάχα σημαίνει.

ϡ Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον  γέλαστα καὶ  καλλώπιστα καὶ
μύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.
Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και
αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

ϡ ανὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ανδρός.
Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον
άντρα.

ϡ ἦθος γὰρ  ανθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.
Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

ϡ τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος  εὶ  ξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ  ακοῦσαι καὶ
ακούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε  απείροισιν
ἐοίκασι, απειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν
διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους  ανθρώπους λανθάνει ὁκόσα
ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και
πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα
συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν
εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το
κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους
ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως
λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται.

ϡ ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς
καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.
Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει
όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

ϡ Ἡ φήσιν·  ακοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.
Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

ϡ αξύνετοι  ακούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας  απεῖναι.
Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς
ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

ϡ οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν,
ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.
Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που
συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

ϡ Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον,  πιστίῃ διαφυγγάνει μὴ
γιγνώσκεσθαι.
Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται
γνωστά.

ϡ ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (ταναντία
ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς),  αλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν,
ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.
Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και
πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με
θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός.

ϡ ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.
Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

ϡ ανθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.
Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

ϡ διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽
ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό.
Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη
φρόνηση.

ϡ ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.
Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του.

ϡ ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον
ἔχει.
Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο
δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.

ϡ Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν αδιαίρετον, γενητὸν  αγένητον, θνητὸν
αθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ,  αλλὰ τοῦ λόγου
ακούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και
αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και
δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε
πως τα πάντα είναι ένα.

ϡ ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.
Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

ϡ νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.
Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

ϡ ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ
ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ  νθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.
Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα,
όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη
δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό·
γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.

ϡ πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς
δὲ  ανθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και
άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.

ϡ εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν
καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και
ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.

ϡ καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.

ϡ τὸ  αντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν (καὶ πάντα κατ'
ἔριν γίνεσθαι).
Το αντίθετο συγκλίνει, και απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο όμορφη αρμονία, και
τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια.

ϡ ἁρμονίη  αφανὴς φανερῆς κρείττων.
Η αφανής αρμονία είναι καλύτερη απ' τη φανερή.

ϡ ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.
Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

ϡ Γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιὴ (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ
γναφείῳ περιστροφὴ εὐθεῖα καὶ σκολιὴ· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέρχεται) μία
ἐστὶ, φησὶ, καὶ ἡ αὐτὴ.
Στο γναφείο ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

ϡ συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ
πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα.
Συνδέσεις όλα κι όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία: το Ένα
γεννιέται απ' όλα και από το Ένα όλα.

ϡ τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος.
Του τόξου το όνομα είναι ζωή, αλλά το έργο θάνατος.

ϡ οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ
τόξου καὶ λύρης.
Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία
αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα.

ϡ ταὐτὸ τ' ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ (τὸ) ἐγρηγορὸς καὶ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιόν·
τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι κ κεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα.
Το ίδιο πράγμα υπάρχει σε μας, το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το
κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο· γιατί αυτά μεταβάλλονται σ' εκείνα και,
αντίθετα, εκείνα μεταβάλλονται σ' αυτά.

ϡ θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθύσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον,
ανθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον.
Η θάλασσα είναι το πιο καθαρό και το πιο μολυσμένο νερό· για τα ψάρια είναι
πόσιμο και σωτήριο, αλλά για τους ανθρώπους μη πόσιμο και ολέθριο.

ϡ αθάνατοι θνητοί, θνητοὶ  αθάνατοι. ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον
τεθνεῶτες.
Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι· αυτοί ζουν από το θάνατο εκείνων
κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών.

ϡ Ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇσι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι· τέρψιν δὲ
εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν·  αλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον
καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον.
Είναι τέρψη ή θάνατος για τις ψυχές να γίνονται υγρές. Είναι τέρψη γι' αυτές η
πτώση τους στη γέννηση. Η ζωή μας γεννιέται από το θάνατο τους και η ζωή τους
γεννιέται από το θάνατο μας.

ϡ Καὶ  αγαθὸν καὶ κακὸν (ἕν ἐστιν). Οἱ γοῦν ἰατροὶ, φησὶν Ἡράκλειτος, τέμνοντες,
καίοντες, πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς  αρρωστοῦντας, ἐπαιτέονται μηδὲν ἄξιοι
μισθὸν λαμβάνειν παρὰ τῶν  αρρωστοῦντων, ταὐτὰ ἐργαζόμενοι τὰ  αγαθὰ καὶ τοὺς
νόσους.
Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό. Γιατί οι γιατροί, λέει ο Ηράκλειτος, που
κόβουν και καίνε και με κάθε τρόπο βασανίζουν τους αρρώστους, τους ζητούν, ενώ
δεν το αξίζουν, κι αμοιβή, ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν κι οι
αρρώ στιες.

ϡ ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν.
Στα ίδια ποτάμια και μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, και είμαστε και δεν είμαστε.

ϡ Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ' Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς
ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)·  αλλ' ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν
συνάγει (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ' ὕστερον,  αλλ' ἅμα συνίσταται καὶ  απολείπει) καὶ
πρόσεισι καὶ ἄπεισι.
Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν'
αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την
οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, (και μάλιστα όχι πάλι, ούτε αργότερα,
αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται και χάνεται) και πλησιάζει κι απομακρύνεται.

ϡ ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ· καὶ ψυχαὶ δὲ
πὸ τῶν ὑγρῶν  αναθυμιῶνται (;).
Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά· κι απ' τα
υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (;).

ϡ ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ
γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.
Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος να γίνει γη, από
τη γη γίνεται νερό κι απ' το νερό ψυχή.

ϡ ξυνὸν γὰρ  αρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας.
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίτουν.

ϡ ζῇ πῦρ τὸν γῆς θάνατον καὶ  ὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν  αέρος θάνατον,
γῆ τὸν ὕδατος.
Η φωτιά ζει το θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το
θάνατο του αέρα και η γη του νερού.

ϡ Τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται.
Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό
δροσίζεται.

ϡ αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία.

ϡ εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο, ῥῖνες ἂν διαγνοῖεν.
Αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, θα το γνωρίζαμε με τα ρουθούνια.

ϡ Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν τὸ πῦρ λέγων τὸ
αἰώνιον λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν ὅλων
αἴτιον· καλεῖ δ` αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον· χρησμοσύνη δέ ἐστιν ἡ διακόσμησις
κατ᾿ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος· πάντα γὰρ, φησὶ, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ
καταλήψεται.

ϡ τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός.
Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός.

ϡ τὸ πῦρ χρησμοσύνη καὶ κόρος.
Η φωτιά είναι χρεία και χορτασμός· γι' αυτόν χρεία είναι η τάξη, και η εκπύρωση χορτασμός.

ϡ πάντα γὰρ τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος λέει, ότι η φωτιά, όταν επέλθει, θα κρίνει και θα καταλάβει τα πάντα.

ϡ πυρός τε  ανταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ
χρημάτων χρυσός.
Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα
εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.

ϡ . . . μεταβάλλον  αναπαύεται.
(Η φωτιά) μεταβαλλόμενη αναπαύεται.

ϡ Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν  δύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν
Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;
Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το
νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ' αυτό που δεν δύει
ποτέ;

ϡ κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε  ανθρώπων ἐποίησεν,  αλλ᾽ ἦν
εὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ αείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ  αποσβεννύμενον μέτρα.
Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον
έπλασε, αλλ' ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που
ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

ϡ Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα, θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστὴρ·
δυνάμει γὰρ (Ἡράκλειτος) λέγει ὅτι πῦρ ὑπὸ τοῦ διοικοῦντος λόγου καὶ θεοῦ τὰ
σύμπαντα δι'  έρος τρέπεται εἰς ὑγρὸν τὸ ὡς σπέρμα τῆς διακοσμήσεως, ὃ καλεῖ
θάλασσαν, ἐκ δὲ τούτου αὖθις γίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐμπεριεχόμενα· ὅπως δὲ
πάλιν  ναλαμβάνεται καὶ ἐκπυροῦται, σαφῶς διὰ τούτων δηλοῖ· (γῆ) θάλασσα
διαχέεται, καὶ μετρέεται εἰς τὸν αὐτὸν λόγον, ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι γῆ.
Η φωτιά μετατρέπεται πρώτα σε θάλασσα· και το μισό της θάλασσας γίνεται γη και
το άλλο μισό σίφουνας. (Ο Ηράκλειτος) θέλει να πει μ' αυτό πως με τη δύναμη της η
φωτιά, υπό την επήρεια του θείου Λόγου που κυβερνά τα πάντα, μετατρέπεται δια
μέσου του αέρα σε υγρασία, πυρήνα της όλης διάταξης του σύμπαντος, και την
οποία ονομάζει θάλασσα. Από αυτήν ξαναγεννιούνται η γη ο ουρανός και ό,τι
εμπεριέχουν. Το πώς ο κόσμος οδηγείται ξανά προς τα πίσω και αφανίζεται από τη
φωτιά, το εξηγεί καθαρά: Η (γη) διαλύεται σε θάλασσα και φτάνει στο ίδιο μέτρο
αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη.

ϡ Ἔφη ὡς ἦθος ανθρώπῳ δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του.

ϡ πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ανθρώπων γένει συμβάλλειν.
Ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων.

ϡ ανθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίᾳ καὶ κάλλει καὶ τοῖς
ἄλλοις πᾶσιν.
Ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη
σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα.

ϡ sic(ut) aranea, ait, stans in medio telae sentit, quam cito musca aliquem filum suum
corrumpit itaque illuc celeriter currit quasi de fili persectione dolens, sic hominis anima
aliqua parte corporis laesa illuc festine meat quasi impatiens laesionis corporis, cui firme et
proportionaliter iuncta est.
Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το
αισθάνεται και τρέχει γρήγορα σαν να υπέφερε για το κομμένο νήμα, έτσι και η
ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος τραυματίζεται, ορμάει προς τα
'κεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι
δεμένη γερά και αρμονικά.

ϡ εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν,  αναιδέστατα
εἴργαστ' ἂν· ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν.
Γιατί αν δεν οργάνωναν πομπή για το Διόνυσο και δεν τραγουδούσαν το φαλλικό
ύμνο, όσα έκαναν θα ήταν αναιδέστατα. Άλλα ο Άδης και ο Διόνυσος είναι το ίδιο
πράγμα, που στ' όνομά του μαίνονται και βακχεύουν.

ϡ Καὶ διὰ τοῦτο εἰκότως αὐτὰ ἄκεα Ἡράκλειτος προσεῖπεν ὡς ἐξακεσόμενα τὰ δεινὰ καὶ
τὰς ψυχὰς ἐξάντες  απεργαζόμενα τῶν ἐν τῇ γενέσει συμφορῶν.
Ο Ηράκλειτος είπε ότι η ίδια “γιατρειά” θεραπεύει φοβερές ασθένειες και
ελευθερώνει τις ψυχές από συμφορές.

ϡ θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ τι γὰρ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται.
Είναι δύσκολο να πολεμά κανείς την καρδιά του· γιατί αυτό που θέλει, το αγοράζει
με ψυχή.

ϡ αἱ ψυχαὶ ὀσμῶνται καθ᾽ Ἅιδην.
Οι ψυχές οσμίζονται μέσα στον Άδη.

ϡ ἔνθα δ᾽ ἐόντι ἐπανίστασθαι καὶ φύλακας γίνεσθαι ἐγερτὶ ζώντων καὶ νεκρῶν.
Εκεί πέρα, μπροστά σ' αυτόν που είναι, ανασταίνονται και γίνονται άγρυπνοι
φύλακες των ζωντανών και των νεκρών.

ϡ ανθρώπους μένει  αποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσιν.
Πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται περιμένουν τους ανθρώπους μετά
το θάνατο τους.

ϡ μόροι γὰρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
Οι πιο μεγάλοι θάνατοι έχουν την πιο μεγάλη μοίρα.

ϡ Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ... ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα
ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι, και ύπνος όσα κοιμισμένοι.

ϡ ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑαυτῷ ( ποθανὼν)  ποσβεσθεὶς ὄψεις, ζῶν δὲ
ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, ( ποσβεσθεὶς ὄψεις) ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος.
Όταν τα μάτια του σβήνουν, ο άνθρωπος ανάβει φως για τόν εαυτό του μέσα στη
νύχτα. Ζωντανός στον ύπνο του, όταν τα ιάτια του κλείνουν, αγγίζει τον πεθαμένο,
ξύπνιος, αγγίζει αυτόν που κοιμάται.

ϡ Ὁ Ἡράκλειτός φησι τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ
κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον αποστρέφεσθαι.
Για τους ξύπνιους ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος
ξαναγυρνά στο δικό του ιδιαίτερο κόσμο.

ϡ τοὺς καθεύδοντας ἐργάτας εἶναι καὶ συνεργοὺς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων.
Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σ' αυτά που γίνονται στον κόσμο.

ϡ φύσις δὲ καθ' Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ.
Η φύση αγαπά να κρύβεται.

ϡ εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν.
Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα.

ϡ περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ
αναδεικνύναι καὶ  αναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ο ήλιος, κύριος και φύλακας των περιόδων, ορίζει, κατανέμει, φανερώνει και
αποκαλύπτει τις μεταβολές και τις εποχές που φέρνουν τα πάντα.

ϡ ἠοῦς καὶ ἑσπέρας τέρματα ἡ ἄρκτος καὶ  αντίον τῆς ἄρκτου οὖρος αἰθρίου Διός.
Της αυγής και της εσπέρας τέρματα η άρκτος και απένανντι στην άρκτο, το όριο
του λαμπερού Δία.

ϡ ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι
ἐξευρήσουσιν.
Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες
που βοηθούν τη δικαιοσύνη.

ϡ (Περὶ μεγέθους ἡλίου) εὖρος ποδὸς  ανθρωπείου.
Ο ήλιος έχει το πλάτος ανθρώπινου ποδιού.

ϡ ὁ ἥλιος οὐ μόνον, καθάπερ ὁ Ἡράκλειτός φησι, νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἐστίν,  αλλ᾽  αεὶ νέος
συνεχῶς.
Ο ήλιος καθημερινά είναι νέος, είναι νέος διαρκώς και ακατάπαυστα.

ϡ Μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει.
Πρέπει να θυμόμαστε και εκείνον που ξεχνάει πού οδηγεί ο δρόμος.

ϡ εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων.
Γιατί μια είναι η σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που κυβερνάει όλα μέσα απ' όλα.

ϡ <Ἡρακλείτου> ὁκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς αφικνεῖται ἐς τοῦτο, ὥστε γινώσκειν
ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχωρισμένον.
Απ' όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο, να αναγνωρίσει, δηλαδή, πως
το σοφό είναι απ' όλα χωρισμένο.

ϡ σωφρονεῖν  αρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη  αληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας.
Η σωφροσύνη είναι η πιο μεγάλη αρετή, και η σοφία του να λες την αλήθεια και να
πράττεις σύμφωνα με τη φύση, ακούγοντας την.

ϡ χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι <. κατ' Ἡράκλειτον>
Γιατί πρέπει οι φιλόσοφοι να γνωρίζουν καλά πολλά πράγματα.

ϡ οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν· καὶ γὰρ καὶ τότε δοκοῦμεν ποιεῖν καὶ
λέγειν.
Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε ούτε να μιλάμε όπως όταν κοιμόμαστε· γιατί και τότε
νομίζουμε πως κάνουμε και μιλάμε.

ϡ τίς γὰρ αὐτῶν νόος ἢ φρήν; δήμων αοιδοῖσι πείθονται καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ
οὐκ εἰδότες ὅτι “οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ αγαθοί”.
Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται απ' τους τραγουδιστές
του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλο τους, χωρίς να ξέρουν ότι “οι πολλοί
είναι κακοί και οι καλοί λίγοι”.

ϡ Γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽
ἔχειν, μᾶλλον δὲ αναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
Όταν γεννιούνται, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την
ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους.

ϡ οὐ δεῖ (ὡς) παῖδας τοκεώνων, τοῦτ' ἔστι κατὰ ψιλὸν· καθότι παρειλήφαμεν.
Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά υπό την κηδεμονία γονέων, δηλαδή
απλούστερα, επειδή έτσι τα έχουμε παραλάβει.

ϡ ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν.
Αναζήτησα τον εαυτό μου.

ϡ ὅσων ὄψις  ακοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω.
Όσα μπορώ να δω, ν' ακούσω και να μάθω, αυτά είναι που προτιμώ.

ϡ Πόσῳ δὴ οὖν βέλτιον Ἡράκλειτος παῖδες αθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ  ανθρώπινα
δοξάσματα.
Παιδιών παιχνίδια οι ανθρώπινες γνώμες.

ϡ εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι.
Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος.

ϡ Ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ  ανθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτος φησιν ὄνους
σύρματ' ἄν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις.
Διαφορετική είναι η ηδονή για το άλογο, το σκυλί και τον άνθρωπο, αφού τα
γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι. Γιατί πιο ευχάριστη είναι η τροφή
για τα γαϊδούρια παρά το χρυσάφι.

ϡ Sί modo credimus Εphesίο Heracleto qui ait sues caeno, cohortales aves pulvere vel
cinere lavari.
Τα γουρούνια πλένονται στο βόρβορο, τα πουλερικά στη
σκόνη ή στις στάχτες.

ϡ Δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν μήτε βορβόρῳ χαίρειν καθ'
Ἡράκλειτον. Ὕες βορβόρῳ ἥδονται μᾶλλον ἢ καθαρῷ ὕδατι.
Γιατί ο άνθρωπος ο ευγενικός δεν πρέπει να είναι ακάθαρτος ούτε άπλυτος ούτε να
χαίρεται στο βόρβορο. Τα γουρούνια τέρπονται πιο πολύ στο βόρβορο παρά στο καθαρό νερό.

ϡ si felicitas esset in delectationibus corporis, boves felices diceremus, cum inveniant
orobum ad comedendum.
Αν η ευτυχία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα λέγαμε ευτυχισμένα τα
βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε.

ϡ αἱρεῦνται γὰρ ἓν  αντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος  αέναον θνητῶν, οἱ δὲ πολλοὶ
κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα.
Οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την αιώνια δόξα των θνητών. Αλλά οι πολλοί
χορταίνουν σαν τα κτήνη.

ϡ χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον.
Όσοι ζητούν χρυσάφι σκάβουν πολύ τη γη και λίγα βρίσκουν.

ϡ πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται.
Κάθε τι που έρπει εξουσιάζεται με χτυπήματα.

ϡ ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν.
Την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά.

ϡ μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος.
Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως ακριβώς για τα τείχη του.

ϡ μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα.
Για τα μέγιστα πράγματα ας μη κάνουμε υποθέσεις στην τύχη.

ϡ τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ  αγαθὰ καὶ δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ
δὲ δίκαια.
Για το θεό όλα τα πράγματα είναι όμορφα, αγαθά και δίκαια· αλλά οι άνθρωποι
μερικά πράγματα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.

ϡ βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει.

ϡ ανθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον.
Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν.

ϡ νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι.
Γα πτώματα είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά

ϡ κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι.
Τα σκυλιά γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν.

ϡ νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ  αγαθόν, λιμὸς κόρον, κάματος  ανάπαυσιν.
Η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστο και καλό πράγμα, η πείνα το χορτασμό, η
κούραση την ανάπαυση.

ϡ α) μαθίην γὰρ ἄμεινον κρύπτειν, ἔργον δὲ ἐν  ανέσει καὶ παρ᾽ οἶνον.
β)Κρύπτειν  μαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν.
α)Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια, αλλά αυτό είναι δύσκολο όταν
γίνεται μέσα στην κραιπάλη και στο μεθύσι.
β)Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια παρά να την αποκαλύπτεις παντού.

ϡ ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ακριβέστεροι μάρτυρες.
Γιατί τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά.

ϡ κακοὶ μάρτυρες  ανθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν
βάρβαρες ψυχές.

ϡ τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι).
Ο Ηράκλειτος ονομάζει την έπαρση νόσο ιερή και λέει ότι η όραση ψεύδεται.

ϡ ἐφ᾽ ἑνὸς ἄν ποτε γένοιτο . . . ἢ τινων ὀλίγων (sc. θυσίαι κεκαθαρμένων παντάπασιν
ανθρώπων).
Από ένα... ή από λίγους θα μπορούσαν να γίνουν (θυσίες ανθρώπων ολωσδιόλου
καθαρών).

ϡ Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν.
Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομα της Δικαιοσύνης, αν αυτά τα
πράγματα (οι αδικίες) δεν υπήρχαν.

ϡ δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει· καὶ μέντοι καὶ Δίκη καταλήψεται
ψευδῶν τέκτονας καὶ μάρτυρας.
Εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει και δε φυλάει παρά μόνο τα
καλά να πιστεύει κανείς πράγματα· αλλά η Δικαιοσύνη θα πιάσει αυτούς που
κατασκευάζουν και μαρτυρούν ψέματα.

ϡ αρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι.
Οι θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη.

ϡ Τίσι δὴ μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις,
μύσταις· τούτοις  απειλεῖ τὰ μετὰ θάνατον, τούτοις μαντεύεται τὸ πῦρ· τὰ γὰρ
νομιζόμενα κατ᾽  ανθρώπους μυστήρια  ανιερωστὶ μυεῦεται.
Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους,
βάκχους, μαινάδες και μύστες· αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ' αυτούς
προφητεύει τη φωτιά· γιατί στα καθιερωμένα απ' τους ανθρώπους μυστήρια μυούνται με τρόπο ανίερο.

ϡ καθαίρονται δ᾽ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ  απονίζοιτο·
μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τις αὐτὸν  ανθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα· καὶ τοῖς
αγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων
θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι.
Καθαρίζονται μιαινόμενοι μ' άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη
λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο
θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ'
εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί
και ποιοι ήρωες.

ϡ κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.
Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ' τους ίδιους.

ϡ μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, <ἔφη,> Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.
Ποτέ να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βγαίνει στη φόρα η πονηριά σας.

ϡ ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν απάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ανήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν,
οἵτινες Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες· ἡμέων μηδὲ εἷς
ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλη τε καὶ μετ᾽ ἄλλων.
Όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι θα έπρεπε να κρεμαστούν και ν' αφήσουν την πόλη τους
στους ανήλικους, γιατί εκείνοι έδιωξαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα,
λέγοντας: “Κανείς από μας ας μην είναι ο πιο άξιος. Ειδεμή, ας πάει αλλού και με
άλλους”.

ϡ ανὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς  νήβου σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκη
βαίνει, ὑγρὴ τὴν ψυχὴν ἔχων.
Ένας άντρας, όταν μεθύσει, αφήνεται να οδηγείται από ένα ανήλικο παιδί:
παραπατάει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή.

ϡ αὐγὴ ξηρὴ σοφωτάτη καὶ αρίστη, ἢ καλύτερα: αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ αρίστη.
Η ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη.

ϡ Ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, ὁ κόσμος.
Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη.

ϡ Ἡράκλειτος ἐντεῦθεν αστρολόγον φησὶ τὸν Ὅμηρον.
Ο Όμηρος ήταν αστρολόγος.

ϡ Δοκεῖ δὲ κατὰ τινας πρῶτος  αστρολογῆσαι . . . μαρτυρεῖ δ' αὐτῷ καὶ Ἡράκλειτος καὶ
Δημόκριτος.
Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος μαρτυρούν πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος
αστρονόμος.

ϡ Ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλείων λόγος ἢ τῶν ἄλλων.
Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας γιος του Τευτάμου, που ο λόγος του ξεπερνά
όλων των άλλων.

ϡ κατὰ λόγον δὲ ὡρέων συμβάλλεται ἑβδομὰς κατὰ σελήνην, διαιρεῖται δὲ κατὰ τὰς ἄρκτους,  αθανάτου μνήμης σημείω.
Σύμφωνα με το νόμο των ετών, η εβδομάδα ενώνεται με τη σελήνη, αλλά διαιρείται με τις άρκτους, τα δυο σημεία της αθάνατης μνήμης.

ϡ Ἄλλως ἄ(λλο  εὶ αὔξε)ται πρὸς ὅ (ἄν ᾖ ἐλλι)πὲς
Κάθε πράγμα αυξάνει με τον τρόπο του, σύμφωνα μ' αυτό που του χρειάζεται.

ϡ Ὁ αατὸς πρὸς Αἰγυπτίους ἔφη· εἰ θεοὶ εἰσιν, ἵνα τὶ θρηνεῖτε αὐτοὺς; εἰ δὲ θρηνεῖτε
αὐτοὺς, μηκέτι τούτους ἡγεῖσθε θεοὺς.
Ο Ηράκλειτος είπε στους Αιγυπτίους: “Αν είναι θεοί, γιατί τους θρηνείτε; Αλλά εάν
τους θρηνείτε, μη τους θεωρείτε θεούς”.

ϡ Ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας γέρα τοῖς δαίμοσιν πονέμοντας εἶπεν·
δαιμόνων  αγάλμασιν εὔχονται οὐκ  ακούουσιν ὥσπερ  ακούοιεν, οὐκ  αποδιδοῦσιν,
ὥσπερ οὐκ  απαιτοῖεν.
Ο Ηράκλειτος, βλέποντας τους Έλληνες να προσφέρουν δώρα στους θεούς, είπε:
“Προσεύχονται στα αγάλματα των θεών σαν να μπορούσαν να τους ακούσουν, ενώ
δεν τους ακούνε, δεν δίνουν, όπως και δεν μπορούν τίποτα να ζητήσουν”.

ϡ non convenit ridiculum esse ita, ut ridiculus ipse videaris, Heraclitus dixit.
Δεν πάει να αστειεύεται κανείς σε σημείο που ο ίδιος να γίνεται γελοίος, έλεγε ο
Ηράκλειτος.

ϡ Ἡράκλειτος ἔλεγε τὴν οἴησιν προκοπῆς ἐγκοπὴν.
Ο Ηράκλειτος έλεγε πως η έπαρση είναι εμπόδιο στην προκοπή.

ϡ Τιμαὶ θεοὺς καὶ  ανθρώπους καταδουλοῦνται.
Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς και ανθρώπους.

ϡ Ἄνθρωποι κακοὶ  αληθινῶν  αντίδικοι.
Οι κακοί άνθρωποι είναι εχθροί εκείνων που λένε την αλήθεια.

ϡ Τὴν παιδείαν ἕτερον ἥλιον εἶναι τοῖς πεπαιδευμένοις.
Η παιδεία είναι ένας άλλος ήλιος για τους μορφωμένους.

ϡ Συντομωτάτην ὁδὸν ἔλεγεν εἰς εὐδοξίαν τὸ γενέσθαι  γαθὸν.
Ο συντομότερος δρόμος για ν' αποκτήσεις καλή φήμη είναι το να γίνεις καλός.

ϡ Ἡρακλείτου· ψυχαὶ  αρηίφατοι καθαρώτεραι ἢ ἑνὶ νούσοις.
Κατά τον Ηράκλειτο, οι ψυχές που πέσανε μαχόμενες είναι καθαρότερες από
εκείνες που κύλησαν σ' αρρώστιες.

ϡ Γράφει γοῦν “ἔστι γὰρ εἱμαρμένα πάντως...”.
Υπάρχει σ' όλα επέμβαση της ειμαρμένης (;)...

Αριστοτέλους Βιογραφία

  





Ο πατέρας του, Νικόμαχος, από οικογένεια γιατρών Ασκληπιαδών, που καταγόταν από  τον ομηρικό Μαχάονα, ο οποίος κατά την μυθολογία ήταν γιος του Ασκληπιού, ήταν επίσης γιατρός, συγγραφέας  μερικών έργων φυσικής, πλούσιος, φίλος δε και γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Β΄, στην  αυλή του οποίου και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Σύζυγος  του Νικομάχου, από την οποία είχε τον Αριστοτέλη και δυο άλλους γιους, ήταν η Φαιστιάς, προερχόμενη από παλαιά και διαπρεπή οικογένεια των Χαλκιδέων.

Σε πολύ μικρή ηλικία ο Αριστοτέλης έχασε την μητέρα του, δεν ήταν δε ακόμη έφηβος όταν  πέθανε και ο πατέρας του. Τότε ανέλαβε την κηδεμονία του Αριστοτέλη και των αδελφών του κάποιος φίλος του πατέρα τους ονομαζόμενος Πρόξενος. και μαζί του διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του Ατάρνα, αιολοκή πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Λέσβο. Με αγάπη και ευγνωμοσύνη αναφέρει επανειλημμένως σε μερικά από τα έργα του ο Αριστοτέλης τους κηδεμόνες του εκείνους τον Πρόξενο και την γυναίκα του.  Και στην διαθήκη του, η οποία σώθηκε από τον Διογένη τον Λαέρτιο,  ορίζει να στηθούν ανδριάντες σε εκείνους προς ένδειξη της ευγνωμοσύνης του.

Σε ηλικία 17 ετών, το 368 π.Χ. ο Αριστοτέλης έχοντας όπως φαίνεται ήδη την διαχείριση της εκ πατρικής και μητρικής κληρονομιάς σημαντικής περιουσίας του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, το σπουδαιότερο τότε και περιφημότερο πνευματικό, καλλιτεχνικό και αστικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου. Και είναι πιθανό ότι είχε έκτοτε όχι μόνο αξιόλογη προκαταρκτική μόρφωση, ώστε να μπορεί να φοιτήσει κοντά στους ρήτορες ή τους φιλοσόφους, αλλά και, σαν γόνος Ασκληπιαδών,  μερικές ιατρικές γνώσεις, ιδίως στην ανατομία. Και πρώτα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από πληροφορίες των βιογράφων του, υπήρξε ακροατής του Ευδόξου, ου φιλοσόφου και ιδίως μαθηματικού από την Κνίδο, ο οποίος είχε διατελέσει μαθητής του Πλάτωνα, αλλά κατόπιν ασπάσθηκε και δίδασκε τις ηδονιστικές δοξασίες του Αριστίππου, των οποίων κέντρο ήταν η φρόνηση και το μέτρο, δηλαδή δυο ηθικολογικές αντιλήψεις που επικρατούν σε όλο το έργο του Αριστοτέλη. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Πλάτωνας, του οποίου κυρίως αναφέρεται να είναι μαθητής ο Αριστοτέλης, έλειπε από την Αθήνα, είχε αναχωρήσει το 367 ή 366 για τις Συρακούσες και επέστρεψε μετά μία εξαετία.

Σε εκείνη την περίοδο της νεανικής ηλικίας του Αριστοτέλη αναφέρονται και πολλά από αυτά για τα οποία  τον κατηγόρησαν διάφοροι, μεταξύ των οποίων και ο φιλόσοφος Επίκουρος  της επόμενης γενεάς. Λέει ο Επίκουρος ότι ο Αριστοτέλης ‘νέος ών κατέφαγε την πατρική περιουσία, έπειτα δε συνεώσθη επί τω στρατεύεσθαι, κακώς δε πράττων εν τούτοις επί τω φαρμακοπωλείν, ήλθεν, έπειτα αναπεπταμένης πάσι της του Πλάτωνος Ακαδημείας εισώρμησεν εις αυτήν». Αλλά ότι αυτά και άλλα παραπλήσια δεν αληθεύουν, γίνεται φανερό από το ότι αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έδειξε να είναι πολύ επιμελής και ασχολήθηκε με την μάθηση γενόμενος μαθητής του Πλάτωνα και διακρίθηκε γρήγορα πάνω από όλους, αυτό δε και αυτοί οι κατήγοροί του δεν τόλμησαν να το αρνηθούν.  Απεναντίας αναφέρεται σχετικά με την φιλοπονία του, ότι συχνά μελετώντας την νύχτα στο κρεβάτι του κρατούσε στα αριστερά μια χάλκινη σφαίρα, ώστε όταν αποκοιμιόταν να πέφτει και να ξυπνά από τον κρότο.  Και αυτό που πιθανώς δίνει αφορμή για κακολογίες ήταν ότι ο Αριστοτέλης ο οποίος ήταν βραχύσωμος, ισχνός, με μικρά μάτια και φαλακρός, αρεσκόταν στον καλλωπισμό και στην επίδειξη. Ίσως δε και λόγω της ευπορίας του να διήγε δαπανηρότερη και κοσμιώτερη ζωή.
Όντας  μαθητής του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατο αυτού (347 π.Χ.), διδάσκοντας δε ίσως τα τελευταία έτη της μαθητείας του την ρητορική στην Ακαδημεία, αποχώρησε από αυτήν έπειτα, όταν την διεύθυνσή της ανέλαβε ο Σπεύσιππος. Και τότε, ίσως γιατί ήδη δεν τον έβλεπαν οι Αθηναίοι με καλό μάτι σαν ‘μακεδονίζοντα’ , έφυγε μαζί με τον Ξενοκράτη, επίσης φιλόσοφο και μαθητή του Πλάτωνα, στην Ατάρνα, όπου εφιλοξενήθη από τον τύραννο των Αταρνών και της Άσσου Ερμεία. Ήταν δε ο Ερμείας απελεύθερος, ο οποίος αφού παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής από τον Αριστοτέλη στην Αθήνα, με την αρετή και την αξία του έφθασε στο αξίωμα του τυράννου (ηγεμόνος) στην πατρίδα του και αναδείχθηκε προστάτης της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στην Μικρά Ασία, την οποία με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να καταλύσουν οι Πέρσες.


Την ανηψιά και θετή θυγατέρα του Ερμεία, Πυθιάδα, μετά τον φόνο του φίλου του την παντρεύτηκε ο Αριστοτέλης, και μαζί της απέκτησε μια κόρη την οποία ονόμασε επίσης Πυθιάδα. Αργότερα δε έστησε σε μνήμη του Ερμεία ανδριάντα στους Δελφούς, στην βάση του οποίου χάραξε το επίγραμμα:

Τόνδε ποτ’ ουχ οσίως παραβάς μακάρων θεών  θέμιν αγνήν
έκτεινε Περσών τοξοφόρων  βασιλεύς,
ου φανερώς  λόγχη φονίους εν αγώσι κρατήσας,
αλλ’ ανδρός πίστει χρησάμενος.

Στην Μυτιλήνη ο Αριστοτέλης έμεινε για δυο χρόνια συγγράφοντας, ίσως και διδάσκοντας. Και πιθανώς μερικά από τα έργα του να είναι της εποχής εκείνης. Από εκεί αναχώρησε  προσκληθείς από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο, σαν δάσκαλος του γιου του Αλέξανδρου, τότε δεκατριών ετών. Η επιστολή με την οποία προσκλήθηκε, αλλά ίσως όχι γνήσια, διασώζεται από τον Γέλλιο (ΙΧ, 3) και έχει ως εξής:
«Φίλιππος Αριστοτέλει χαίρειν. Ίσθι μοι γεγονόταν υιόν, πολλήν ουν τοις θεοίς χάριν έχω ουχ ούτως επί τη γενέσει του παιδός ως επί τω κατά την σην ηλικίαν αυτόν γεγονέναι. Ελπίζω γαρ αυτόν υπό σου τραφέντα και παιδευθέντα άξιον έσεσθαι και ημών και της των πραγμάτων διαδοχής».

Συνδυάζοντας τις παρεχόμενες από τους βιογράφους πληροφορίες μπορούμε να συμπεράνουμε  ότι διδάσκαλος μεν και παιδαγωγός του Αλεξάνδρου διετέλεσε για τρία χρόνια, κοντά του σαν δικός του άνθρωπος και σύμβουλός του έμεινε πέντε ακόμα χρόνια, μέχρις ότου δηλαδή ο Αλέξανδρος εκστράτευσε (335 π.Χ.) κατά της Ασίας. Κατά την διαμονή του στην μακεδονική αυλή συνέγραψε μερικά από τα έργα του, πιθανώς ιδικά για τον μαθητή του μεταξύ δε αυτών είναι και το χαμένο έργο ‘περί βασιλείας’  και το αμφισβητούμενο ‘ρητορική εις Αλέξανδρον’. Τότε  δε και επιμελήθηκε την αντιγραφή της Ιλιάδας επίσης χάριν του Αλέξανδρου. Το αντίγραφο εκείνο πήρε μαζί του στην εκστρατεία ο Αλέξανδρος, βρίσκοντας δε μεταξύ των λαφύρων πολύτιμο νάρθηκα (πολυτελές κιβώτιο)  το φύλασσε από τότε σε αυτό, και έτσι η έκδοση εκείνη από τον Αριστοτέλη του Ομήρου, κατά την αρχαιότητα, ονομάσθηκε ‘εκ του νάρθηκος’ (Πλουτάρχου Αλέξ. 8).

Μετά την αναχώρηση από την Μακεδονία του Αλέξανδρου, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ δε συζώντας με κάποια Σταγιρίτισα ονομαζόμενη Ερπυλλίδα, την οποία κατόπιν κάποιοι αναφέρουν σαν σύζυγό του, απέκτησε έναν γιο τον Νικόμαχο, για τον οποίο έγραψε και προς τον οποίο απηύθυνε το έργο του «Ηθικά Νικομάχεια’.
Τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε σχολή ρητορικής, δηλαδή ανώτερης μορφώσεως, αντίπαλο της περίφημης τότε σχολής του Ισοκράτους, αλλά και της Ακαδημίας, δηλαδή της πλατωνικής σχολής, την οποία διηύθυνε, όπως λέγεται, ο Σπεύσιππος. Δημιούργησε τη σχολή του στο Λύκειο, ευρύχωρη δενδρόφυτη δημόσια έκταση αφιερωμένη στον Λύκειο Απόλλωνα, που εκτεινόταν κάτω από τον Λυκαβηττό, δηλαδή σε μέρος της πόλης διαμετρικά αντίθετο στην Ακαδημεία. Και ένεκα της πολυμάθειας και της ικανότητάς του στην διδασκαλία η νέα σχολή γρήγορα ευδοκίμησε και ξεχώρισε. Ονομάσθηκε δε ‘περιπατητική’ από την συνήθεια που είχε ο Αριστοτέλης να διδάσκει περπατώντας.

x; font: normal normal normal 12px/normal Helvetica; text-align: left; "> Τα μαθήματα στην σχολή γίνονταν σε δυο παραδόσεις, το πρωί και το απόγευμα, και από αυτό ονομάστηκαν ‘εωθινός και δειλινός περίπατος’.
Κατά μεν τον εωθινόν δίδασκε τους αρχαιότερους και σημαντικότερους μαθητές τις βαθύτερες επιστημονικές γνώσεις  και την δική του συστηματική φιλοσοφία, αναπτύσσοντας και ελέγχοντας, όπως μπορούμε να καταλάβουμε από τα συγγράμματά του, και τις θεωρίες και δοξασίες άλλων διασήμων προγενεστέρων και συγχρόνων του φιλοσόφων. Κατά δε τον δειλινόν δίδασκε τους αρχαρίους μαθητές  και άλλους ακροατές στοιχειώδη μαθήματα ρητορικής, φιλοσοφίας, γραμματολογίας και άλλα μάλλον κάπως σαν διάλεξη. Έτσι τα μεν πρωινά  μαθήματα ονομάσθηκαν ‘ακροαματικοί λόγοι’, τα δε απογευματινά ‘εγκύκλιοι’ ή ‘εν κοινώ’ ή ‘εξωτερικοί λόγοι’.

Μολονότι αργότερα λέχθηκε ότι ήταν οι ακροαματικοί λόγοι κάποια ιδιαίτερη και απόκρυφη διδασκαλία, ώστε να υπάρξει φήμη ότι υπήρξε και μυστική αριστοτελική φιλοσοφία, όμως από την μελέτη των αριστοτελικών έργων και από τον ενιαίο  σαφή και καθορισμένο τρόπο θεωρίας σε αυτά, συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι μία και μόνη υπήρξε η αριστοτελική φιλοσοφία και μία επίσης η επιστημονική σκέψη, όπως μας παρουσιάζονται σήμερα.

Η μεγάλη και μοναδική ευρυμάθεια του Αριστοτέλη, ο οποίος, αν και εξακολούθησε μέχρι τέλους της ζωής του τις μελέτες, τις έρευνες, τα πειράματα, τις κάθε είδους φυσικές συλλογές του και ταξινομήσεις, είχε όμως ήδη αποθησαυρίσει, όταν ίδρυσε την σχολή του, το μεγαλύτερο μέρος των θεωρητικών και πρακτικών του γνώσεων, και εκτός αυτών, η σαφής και ευάρεστη, αν και από τους εχθρούς του αναφέρεται σαν τραυλός, ρητορική δεινότητά του, έφερε και άλλους πολλούς Αθηναίους όπως και από άλλα μέρη ακροατές στο Λύκειο. Γιατί εκτός της μεγάλης, όπως λέγεται, σοφίας του, όση είχε αποκτήσει από την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα, φαίνεται ότι και κατά τους χρόνους  της διαμονής του στην Μικρά Ασία και στην Μυτιλήνη, μακρά από τον σοφιστικό συρμό και βρισκόμενος σε ησυχία και γαλήνη, μεγάλωσε τις γνώσεις του με ακριβή μάθηση αυτών που και παλιότερα και κατά την εποχή του δίδασκαν οι φιλόσοφοι της Ιωνικής Σχολής, οι κυρίως περί τα φυσικά ασχολούμενοι και πάνω στη βάση αυτών και από αυτά κάθε ένας ανέπτυσσε την δική του φιλοσοφία.

Κατόπιν, κατά το διάστημα που εκπαίδευε τον Αλέξανδρο στην μακεδονική αυλή, είχε άνεση να συστηματοποιήσει μεν τις άπειρες γνώσεις του κατά τρόπο διδακτικό, καθώς και τα ηθικά και πολιτικά πορίσματα  που συνεπάγονταν,  να αυξήσει δε σε μεγάλο βαθμό και με δικά του πειράματα και παρατηρήσεις τις γνώσεις του καιρού του για την φυσική και την φυσιολογία. Γιατί του παρέχονταν άφθονα μέσα από τους βασιλείς της Μακεδονίας, και τότε και κατόπιν, όταν κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία μισθοδοτούνταν χιλιάδες ανδρών από τον βασιλιά για να συλλέγουν και να αποστέλλουν στον Αριστοτέλη όλα τα ζώα, τα φυτά και τα περίεργα εν γένει πράγματα της ασιατικής χώρας, όπως αναφέρει  ο Πλίνιος. Αν δε πιστέψουμε τον Αθήναιο, για τον καταρτισμό των επιστημονικών συλλογών και της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη χορήγησε ο Αλέξανδρος  επτακόσια τάλανα δηλαδή τέσσερα και πλέον εκατομμύρια χρυσών φράγκων. Έτσι δημιούργησε την ‘περί ζώων ιστορίαν’ και τα άλλα έργα πάνω σε φυσικές επιστήμες, θαυμαστά μέχρι σήμερα για την μέθοδο και όχι σπάνια εκπληκτικά για την ακρίβεια, τα οποία συνέγραψε κατά την δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα και μετά την σύσταση της δικής του Περιπατητικής Σχολής.
Ήταν  δε ο Αριστοτέλης την εποχή κατά την οποία ίδρυσε την σχολή του ηλικίας πενήντα και πλέον ετών. Ώστε εύλογα να μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι τις μεν θεωρητικές γνώσεις του είχε μέχρι τότε συμπληρώσει, την δε ταξινόμηση της από αυτόν συναχθείσης ποικίλης θεωρητικής και πρακτικής   ύλης και την συνέχιση των πειραμάτων του και των παρατηρήσεων και την διαρρύθμιση των περισσότερων και σημαντικότερων έργων του εξακολούθησε  έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του. Βοήθησε δε πολύ στην ταξινόμηση και στην κατασκευή η καθημερινή και συστηματική διδασκαλία και όχι λίγο συνετέλεσε η υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του και κατά αρχικό δικό του σχέδιο συνεργασία των μαθητών του.

Γι’ αυτό δε και στα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη, από τα οποία ίσως μερικά γράφτηκαν  από τους μαθητές του όπως αυτός υπαγόρευε και οδηγούσε, καταφαίνεται μεγάλη φροντίδα και ικανότητα  σε συστηματικοποίηση  και σαφήνεια, λίγη δε επιμέλεια ύφους και πλαστικής απεικόνισης. Ώστε και κατά την ύλη και κατά την μορφή να θυμίζουν  τύπο Εγκυκλοπαιδείας η οποία περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν  των τότε γνώσεων, αλλά υπό μορφή και κατά σύστημα και σύμφωνα  προς την φιλοσοφία ενός μόνου συγγραφέως. Τόσο δε είναι το πλήθος των γνώσεων όσες τα αριστοτελικά συγγράμματα περιέλαβαν και τόσες πρόδηλα είναι οι νέες παρατηρήσεις και οι νέες θεωρίες, όσες σε κάθε ένα θέμα ο φυσιοδίφης και φιλόσοφος συγγραφέας δικές του προσέθεσε και τόση είναι η  δύναμη της διευκρινίσεως και της συστηματοποιήσεως ώστε δίκαια  λέχθηκε από Γερμανού σοφού ότι άλλος Αριστοτέλης ούτε γεννήθηκε, ούτε θα γεννηθεί, αλλά ούτε είναι ανάγκη να γεννηθεί.

Από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη λίγα, μόνο το ένα τρίτο, διασώθηκαν. Και αυτό το συμπεραίνουμε από πολλούς αρχαίους συγγραφείς που αναφέρονται στα αριστοτελικά έργα άγνωστα σε μας, μάλιστα δε από τον κατάλογο του Διογένη Λαέρτιου και από τους  καταλόγους του Μεναγίου και του Άραβα Εζ Καζίρ. Πιθανότερο όμως είναι ότι η απώλεια αριστοτελικών έργων  δεν είναι τόσο μεγάλη και ότι έχουμε ακόμη και τώρα το κυριότερο και σημαντικότερο μέρος των έργων του. Και χάθηκαν μεν βεβαίως μερικά, αλλά ποια ήταν ακριβώς τα συγγράμματα αυτά και ποιοι οι τίτλοι τους δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς, γιατί στην παράθεση αυτών από τους αρχαίους και στις μεταγενέστερες απαριθμήσεις επικρατεί ασάφεια και αοριστία. Αλλά όμως η σημαντικότερη των απωλειών μπορεί να θεωρηθεί η απώλεια της «Συναγωγής Πολιτειών», ενός πολύ ογκώδους έργου.

Τα έργα του Αριστοτέλη από τους αρχαίους ήδη χρόνους κατατάχθηκαν συστηματικά και κατά διαφόρους τρόπους. Έτσι  χωρίσθηκαν  σε ‘υπομνητικά’, δηλαδή αποτελούμενα από σημειώσεις, και ‘συνταγματικά’ δηλαδή αποτελούμενα από πλήρεις πραγματείες, από άλλης δε απόψεως σε ‘εσωτερικά’ δηλαδή που περιέχουν τις υψηλές διδασκαλίες του Αριστοτέλη, και ‘εξωτερικά ή εν κοινώ’, δηλαδή προπαιδευτικά.
Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης επιτυχώς διαχώρισε τα φιλοσοφικά μόνο έργα του, τα ονομασθέντα από αυτόν ‘λόγοι’, σε ‘οργανικούς λόγους’ ή λογικούς, σε ‘θεωρητικούς’ και σε ‘πρακτικούς’.
Από τις νεώτερες κατατάξεις επικράτησε αυτή της πρώτης Αλδείου εκδόσεως, η οποία χωρίζει τα σωζόμενα έργα σε:

1) Λογική, η οποία περιλαμβάνει τα έργα: Κατηγορίαι, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα,  Αναλυτικά ύστερα, Τυπικά και Περί σοφιστικών ελέγχων. Η σειρά αυτή ονομάσθηκε από τους νεώτερους «ΟΡΓΑΝΟΝ».

2) Φυσικά, κατά την αρχαία έννοια του όρου, που περιλαμβάνουν τις πραγματείες: Φυσικής ακροάσεως βιβλία οκτώ, Περί ουρανού, Περί γενέσεως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Περί αισθήσεως και αισθητών, Περί μνήμης και αναμνήσεων, Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, Περί νεότητος και γήρατος, Περί ύπνου και εγρηγόρσεως, Περί μαντικής εν τοις ύπνοις, Περί ζωής και θανάτου, Περί αναπνοής, Περί ζώων ιστορίας, Περί ζώων γενέσεως, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων πορείας, Περί ζώων χρωμάτων, Περί ακουστών, Φυσιογνωμικά, Περί φυτών (το οποίο διασώθηκε στην λατινική και αραβική μετάφραση), Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Μηχανικά προβλήματα και Περί Ατόμων γραμμών.

3) Τα μετά τα φυσικά, περιλαμβάνοντας δεκατέσσερα βιβλία και τις διατριβές Περί Μελίσσου,  Περί Ξενοφάνους και Περί Γοργίου.

4) Τα πρακτικά, τα οποία περιλαμβάνουν τα Ηθικά Νικομάχεια, τα Μεγάλα Ηθικά και τα Ηθικά Ευδήμεια, τα Πολιτικά, την Αθηναίων Πολιτεία, την Ρητορική, την Ρητορική εις Αλέξανδρον (αμφισβητούμενη) και την Ποιητική, και

5) Τα αποσπάσματα (δηλαδή τα σωζόμενα παρενθετικά σε έργα αρχαίων συγγραφέων) – Τις επιστολές (αμφισβητούμενες κατά το πλείστον) και τα ποιήματα επίσης κατά το πλείστον αμφισβητούμενα.
Οι τίτλοι αυτοί απλά χωρίς επεξηγήσεις παρατιθέμενοι μπορούν να δείξουν την ευρύτητα, την ποικιλία και το τεράστιο μέγεθος του αριστοτελείου έργου, το οποίο, όπως στην αρχή είπαμε, αποτέλεσε τον επιστημονικό και φιλοσοφικό κώδικα της πολιτισμένης ανθρωπότητας για δυο και πλέον χιλιάδες χρόνια, αποτελεί δε και τώρα ακόμη το πνευματικό έθιμο σχεδόν όλης της συνήθους επιστημονικής και φιλοσοφικής δημιουργίας.
Και ανάλυση μεν του φιλοσοφικού συστήματος του Αριστοτέλη και έκθεση της επιστημονικής του εργασίας, έστω και στοιχειωδώς επιχειρούμενες θα κατέληγαν αναγκαστικά σε μια ογκώδη πραγματεία. Αυτό μόνο μπορεί να λεχθεί συμπερασματικά και από μια μόνο άποψη, γενική και όχι συνολική, ότι ο Αριστοτέλης βάση της επιστήμης έθετε το πείραμα και την παρατήρηση, σαν σκοπό δε κάθε επιστήμης όριζε την γνώση των αιτίων των πραγμάτων και φαινομένων εκείνων, όσα υπόκεινται στην πείρα. Έτσι, όπως και ο ίδιος διευκρινίζει: ‘Η πείρα μεν μας παρέχει το γεγονός, η επιστήμη δε ζητά το αίτιον και διότι είναι πρώτο.
Από κάθε αφετηρία ξεκινώντας, ο Αριστοτέλης κρίνεται σαν αντίθετος της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ ίσως  βαθύτερη μελέτη του πλατωνικού και παράλληλα του αριστοτελικού έργου θα έδειχνε  την αριστοτελική φιλοσοφία, αντίθετα με την γνώμη και την απόφανση του μεγάλου της ιδρυτή, ότι ασχολείται κυρίως με ένα μέρος των πλατωνικών αντιλήψεων και ακολουθεί μια από τις μεθόδους διανοητικής εξέλιξης  και γνώσης του επιστητού, τις οποίες διετύπωσε η καταπληκτική αντιληπτική διάνοια του Πλάτωνα, η οποία διείδε σαν ορισμένο μεν και ωφέλιμο τον βαθμιαία πλατυνόμενο ορίζοντα των γνώσεων – την ανθρώπινη δηλαδή συνθήκη και συμφωνία -, αόριστο δε και ατέρμονα τον ορίζοντα της όλης ζωής, προς τον οποίο αναγκαστικά και από εσωτερική ορμή βλέπει ο ανθρώπινος νους και έτσι συμπερασματικά χάραξε τους επάλληλους και ομόκεντρους κύκλους της Επιστήμης και της Υπόθεσης.


Την φιλοσοφική του σχολή  διηύθυνε ο Αριστοτέλης μέχρι το 323 π.Χ., οπότε, επειδή το αντιμακεδονικό κόμμα είχε ενισχυθεί λόγω του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου, κινδυνεύοντας σαν φίλος της μακεδονικής δυναστείας, αναγκάσθηκε να φύγει στην Χαλκίδα της Ευβοίας, όπου και πέθανε μετά ένα έτος από χρόνιο οικογενειακό του νόσημα του στομάχου.
Οι σπερμολογίες τις οποίες  συγγραφείς της παρακμής και μερικοί εκκλησιαστικοί ανέφεραν για τον Αριστοτέλη, σαν άστοργο προς τον προστάτη του τον Ερμεία και σαν αγνώμονα προς τον Πλάτωνα και ότι επιβουλεύθηκε την ζωή του μαθητή και ευεργέτη του Αλέξανδρου, όπως και ο μύθος περί αυτοκτονίας του, αποδεικνύονται από αυτά τα ίδια τα πράγματα δηλαδή από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη και από τις αυθεντικές λεπτομέρειες της ζωής του, τελείως αστήρικτα μυθεύματα, ανάξια εκτενέστερης μνείας.




Γνωμικά του Αριστοτέλη
  • Άνθρωπος που δεν έχει φίλους ή ειναι θεός ή αγρίμι.

  • Τα πράγματα που πρέπει να μάθεις να κάνεις, τα μαθαίνεις κάνοντάς τα.

  • Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.

  • Κάθε εργασία επί πληρωμή αποσπά και φθείρει το μυαλό.

  • Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.

  • Η οικογένεια είναι η ένωση που καθιερώθηκε από τη φύση για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου.

  • Όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν ως αίτιο ένα από τα εξής επτά: τύχη, φύση, παρόρμηση, συνήθεια, λογική, πάθος, πόθο.

  • Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ' τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός.

  • Κάλλιο τρελός με όλους παρά συνετός και μόνος.

  • Το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του

  • Είναι χαρακτηριστικό του μεγαλόψυχου ανθρώπου να μη ζητάει χάρες, αλλά να είναι έτοιμος να κάνει το καλό στους άλλους.

  • Η ελπίδα είναι ένα όνειρο που ξυπνά.

  • Άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον, που τον θαυμάζει, ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο, αν ο άλλος τον ξεπερνάει.

  • Είναι ίδιον του μορφωμένου νου να μπορεί να απολαύσει μια ιδέα χωρίς να την αποδεχθεί.

  • Η φτώχεια είναι ο γονιός της επανάστασης και του εγκλήματος.

  • Αυτό που πέτυχα με τη φιλοσοφία, ήταν να κάνω με τη θέλησή μου αυτά που οι άλλοι τα κάνουν επειδή φοβούνται τους νόμους.

  • Πάντες άνθρωποι φύσει ορέγονται του ειδέναι.

  • Αδύνατον τόν μηδέν πράττοντα πράττειν εύ.

  • Πόλεμος γαρ σχολείον αρετής εστί

  • Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, δρώντων και ου δι' απαγγελίας, δι' ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.

  • Ἀεὶ Λιβύη φέρει τι κακόν / καινόν (λατ. Ex Africa semper aliquid novi)

  • Διαφορετικοί άνθρωποι κυνηγούν την ευτυχία με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικά μέσα, και έτσι φτιάχνουν για τον εαυτό τους νέους τρόπους ζωής και είδη διακυβέρνησης.

  • Είναι απρεπές για τους νέους να εκφέρουν γνωμικά.

  • Η ελάχιστη αρχική απόκλιση από την αλήθεια πολλαπλασιάζεται στην συνέχεια χιλιάδες φορές.

  • Η ευτυχία μας εξαρτάται από εμάς.

  • Η περισσότερο χαμένη από όλες τις μέρες του ανθρώπου, είναι εκείνη κατά την οποία δεν γέλασε.

  • Η φύση δεν κάνει τίποτα άχρηστο.

  • Μην κρατάς την οργή σου αθάνατη, αφού είσαι θνητός.

  • Ο μορφωμένος διαφέρει από τον αμόρφωτο όσο ο ζωντανός από τον νεκρό.

  • Ο πόλεμος, είναι το σχολείο της αρετής.

  • Ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να αναπαραστήσει την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, αλλά την εσωτερική τους σημασία.

  • Όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν ως αίτιο ένα από τα εξής επτά: τύχη, φύση, παρόρμηση, συνήθεια, λογική, πάθος, πόθο.

  • Όσοι μελέτησαν την τέχνη της διοίκησης, έχουν πεισθεί ότι η τύχη των κρατών εξαρτάται κυρίως από την εκπαίδευση των νέων.

  • Όταν τα πράγματα δεν γίνονται όπως θέλουμε, τότε πρέπει να τα θέλουμε όπως γίνονται.

  • Τα αστεία είναι αρεστά και στους θεούς.

  • Τι είναι αυτό που γρήγορα γερνάει; Η ευγνωμοσύνη.

  • Φαίνεται ότι κανείς δεν προτιμάει να ευεργετήσει άλλους, όταν η ευεργεσία του θα παραμείνει μετά άγνωστη.

  • Τρία πράγματα χρειάζεται η εκπαίδευση : τη φύση, τη μάθηση και την άσκηση.

  • Της παιδείας οι ρίζες είναι πικρές, μα οι καρποί γλυκοί.

  • Η τάξη που διακρίνεται για την αρετή της, δεν επιχειρεί παρά σπάνια επανάσταση. Αυτό γιατί βρίσκεται πάντα σε μειοψηφία.

  • Χρέος έχουμε να θεωρήσουμε το Θεό πνεύμα πανίσχυρο, αθάνατο και τέλειο. Γιατί αν και αόρατος για τα μάτια των ανθρώπων, φανερώνεται με τα έργα του.

  • Ο άνθρωπος που είναι εγωιστής , υπερηφανεύεται ότι έμαθε πολλά , ο σοφός όμως λυπάται που δεν έμαθε περισσότερα.
  • Το κάλλος είναι η καλύτερη συστατική επιστολή.

  • Έξις δευτέρα φύσις εστί.

  • Μάλλον φιλούσιν οι ποιήσαντες ευ τους παθόντας ή οι παθόντες ευ τους ποιήσαντας.- (Περισσότερο αγαπούν οι ευεργέτες αυτούς που ευεργέτησαν, παρά οι ευεργετηθείς τους ευεργέτες τους)


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Floating Vertical Bar With Share Buttons widget by Making Different