Ο Φιλήμων ιστορεί πως ο Σόλων ίδρυσε πρώτος τα πορνεία στην Αθήνα, για να ανακουφίσει τους νέους που έφταναν στην ακμή, ο δε Νίκανδρος ο Κολοφώνιος γράφει πως ο Σόλων ίδρυσε και τον ναό της Πανδήμου Αφροδίτης στην Αθήνα, της προστάτριας του αγοραίου έρωτα, από τα κέρδη των πορνών που είχε εγκαταστήσει στα οικήματα.
Από ένα απόσπασμα του Ξενάρχου που διέσωσε ο Αθήναιος πληροφορούμαστε τον τρόπο λειτουργίας τους.
Αφού ο Ξέναρχος κατηγορήσει την νεολαία της εποχής του που τρώει τα λεφτά και τον καιρό της με μεγαλόμισθες εταίρες ή με ελεύθερες παντρεμένες γυναίκες διατρέχοντας τον έσχατο κίνδυνο να συλληφθεί, λέει πως θα μπορούσε να διαλέξει άλλον ευκολότερο και ασφαλέστερο δρόμο, την επίσκεψη στα πορνεία, όπου όπως μας αναφέρει, μπορεί κανείς να διαλέξει ελεύθερα όποια του αρέσει.
Στέκονταν σε παράταξη μέσα στους οίκους-«επί κέρως τεταγμέναι», όπως λέει χαρακτηριστικά, ημίγυμνες ή φορώντας διαφανείς χιτώνες, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα πάντα και να διεγείρονται οι πελάτες.
Η ταρίφα ποίκιλλε από σπίτι σε σπίτι ή από γυναίκα σε γυναίκα και ήταν κατά κανόνα ένας οβολός(το 1/6 δηλ. της δραχμής),αλλά μπορούμε να υποθέσουμε πως μπορούσε ο πελάτης να δώσει κάτι παραπάνω για να έχει ειδική περιποίηση).
Τα πορνεία στην Αθήνα ήταν εγκατεστημένα κυρίως στον Κεραμεικό που ήταν μέσα στην πόλη, κατά τον σχολιαστή του Αριστοφάνη, και ειδικότερα στις πύλες του Κεραμεικού, καθώς μας πληροφορούν ο Ησύχιος και η Σούδα. Τα περισσότερα, όμως, ήταν στο λιμάνι, στον Πειραιά, καθώς μας πληροφορεί ο Πολυδεύκης, μιας και ήταν χώρος, όπου έρχονταν έμποροι, ξένοι και ναυτικοί.
Οι πόρνες ντύνονταν παρδαλά κι αυτό δεν επιτρεπόταν για τις ελεύθερες γυναίκες.
Όταν έμπαινε ο πελάτης, η πόρτα έκλεινε. Μέσα στο δωμάτιο είχε συνήθως προθάλαμο.
Στους τοίχους υπήρχαν άσεμνες και διεγερτικές παραστάσεις, κατάλληλος διάκοσμος για τον χώρο. Τον χειμώνα είχαν κάρβουνα αναμμένα για ζεστασιά. Το κρεββάτι είχε σεντόνια και καλύμματα και μέσα έκαιγε λύχνος συνεχώς. Οι πελάτες κατά τα φαινόμενα προπλήρωναν.
Οι πόρνες ήταν δούλες, ξένες ή αιχμάλωτες πολέμου, ή αγορασμένες. Απαγορευόταν αυστηρά να εκδίδεται ελεύθερη.
Ο Θεόπομπος αναφέρει πως ο ρήτορας Κλέομις της Μήθυμνας τους μαστροπούς που προήγαγαν στην πορνεία ελεύθερες τους έδεσε μέσα σε σακκιά και τους έριξε μέσα στη θάλασσα να πνιγούν.
Οι προαγωγοί ή πορνοβοσκοί ήταν πρόσωπα ανυπόληπτα και λεγόντουσαν κι αλλιώς πόρνοι, πορνοσκόποι και εταιροτρόφοι. Νοίκιαζαν τα πορνεία και είχαν τις πόρνες καταβάλλοντας κάθε χρόνο το πορνικόν τέλος στο κράτος, ένα φόρο δηλαδή στο κράτος, καθώς μαθαίνουμε απ’ τον Αισχίνη.
Η ταρίφα των πορνών φαίνεται καθοριζόταν και πάλι απ’ το κράτος κι αυτό λεγόταν «διάγραμμα», όπως μας πληροφορεί η Σούδα, όπου οι αγορανόμοι καθώριζαν (διέγραφον) πόσο έπρεπε «λαμβάνειν την εταίραν εκάστην». Και στην Κω υπήρχε πορνικόν τέλος, όπως προκύπτει από μια πολύτιμη επιγραφή που καταγράφει τους φόρους του κράτους, μεταξύ των οποίων υπάρχει και ο φόρος των εταιρών. Το πορνικόν τέλος καταβαλλόταν στον πορνοτελώνη, τον τελώνη δηλαδή των δημοσίων πορνών.
Το πορνείο λεγόταν και οικίσκος, οίκημα (δηλ. το «σπίτι», όπως λέμε σήμερα), τέγος, παιδισκείον (από τα κοριτσάκια, τις παιδίσκες που είχε μέσα),κηλωστόν, χαμαιτυπίον (την ονομασία αυτή την πήρε απ’ τις λεγόμενες χαμαιτύπες, τις πόρνες δηλαδή που συνευρίσκονταν στο ύπαιθρο ξαπλώνοντας χάμω, δηλ. στο έδαφος.
Αργότερα φαίνεται σπιτώθηκαν κι έτσι απ’ αυτές πήρε την ονομασία και το σπίτι).Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία ακόμη φτηνότερων πορνών που έκαναν τη δουλειά στο ύπαιθρο ψαρεύοντας τους πελάτες στο δρόμο με διάφορα κόλπα, μεταξύ των οποίων ήταν να έχουν γραμμένα με καρφιά στα πέδιλα λέξεις που αποτυπώνονταν στο μαλακό έδαφος.
Σώθηκε ένα τέτοιο παπούτσι που γράφει με τα καρφιά τη λέξη ‘’ακολούθει’’, κάτι ανάλογο με τις σύγχρονες πόρνες που έχουν τυπωμένες καρτούλες με την διεύθυνση, τις οποίες πετάνε στον ανυποψίαστο πελάτη. Οι πόρνες αυτές λεγόντουσαν «λεωφόροι» (το ανάλογο με το σημερινό τροτέζα ή καλντεριμιτζού) ή «σποδησιλαύραι» (λαύρα είναι το δρομάκι, τα ο σοκάκι και σποδός η σκόνη), χαμαιτύπαι, χαλκιδίτιδες (από το πολύ ευτελές ποσό που έπαιρναν, ένα χάλκινο νόμισμα), χαμαιταιρίδες.
Συνευρίσκονταν στους σκοτεινούς δρόμους στην περιοχή του Φιλοπάππου, σε ψηλά επιτάφια μνημεία. Άλλες πήγαιναν σε ειδικά πανδοχεία που νοίκιαζαν γι’ αυτό το σκοπό δωμάτια ή σε ταβέρνες που λεγόντουσαν ματρυλλία ή μαστρύπια. Υπήρχαν πόρνες εγκατεστημένες στα λουτρά. Τέλος, στα συμπόσια καλούσαν αυλητρίδες, χορεύτριες (ορχηστίδες), ακροβάτιδες που πέρα απ’ το πρόγραμμα που παρουσίαζαν, δίνονταν πολύ συχνά για μικρή πρόσθετη αμοιβή στον έρωτα των ανδρών.
Οι εταίρες ήταν πόρνες πολύ όμορφες, ανωτέρου επιπέδου. Κατείχαν συνήθως υψηλή μόρφωση και μπορούμε να τις παρομοιάσουμε κατά κάποιο τρόπο με τις γιαπωνέζες γκέισες. Πολλές απ’ αυτές κέρδισαν την ελευθερία τους εξαγοράζοντάς την με τα κέρδη τους ή με χρήματα των εραστών τους.
Η τιμή τους κυμαινόταν από 1 δραχμή,δηλ.6 φορές περισσότερο από τις δημόσιες πόρνες, μέχρι αμύθητα ποσά. Το πόσο σοβαρή επίδραση άσκησαν στη ζωή της αρχαίας Ελλάδας φαίνεται από το ότι όλοι οι μεγάλοι άνδρες της αρχαιότητος είναι συνδεδεμένοι με εταίρες που φημίζονταν όχι μονάχα για την ομορφιά και την τέχνη του έρωτα, αλλά και το πνεύμα τους.
Η Ασπασία έγινε σύζυγος του ισχυρότερου άνδρα της Αθήνας, του Περικλέους. Λέγεται πως έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του αθηναϊκού κράτους κι ο Πλάτων στον «Μενέξενο» αναφέρει πως εκείνη συνέθεσε τον επιτάφιο λόγο που εξεφώνησε ο Περικλής.
Η Τιμάνδρα ή Δαμασάνδρα, μητέρα της Λαΐδος, συνδέθηκε με τον Αλκιβιάδη, όπως και η περίφημη Θεοδότη η Αττική.
Η χορεύτρια Φίλιννα συνδέθηκε με τον βασιλιά Φίλιππο κι απέκτησε μαζί του τον Αρριδαίο που βασίλεψε μετά τον Αλέξανδρο.
Η Μανία και η Λάμια ήταν οι περίφημες εταίρες του Δημητρίου Πολιορκητή.
Η Δημώ συνδέθηκε με τον βασιλιά Αντίγονο.
Η Μύστα και η Νύσα συνδέθηκαν με τον βασιλιά Σέλευκο.
Η Λαΐς είχε δεσμό με τον ζωγράφο Απελλή, τον φιλόσοφο Αρίστιππο και τον Διογένη τον Κυνικό.
Η Φρύνη με τον ρήτορα Υπερείδη.
Η Μιλτώ με το βασιλιά της Περσίας Κύρο.
Η Θαΐς ήταν η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και είναι αυτή που έκαψε το ανάκτορο της Περσέπολης σ’ ένα γιορταστικό συμπόσιο.
Η Γλυκέρα είναι η περίφημη ερωμένη του Μενάνδρου.
Η Λαμπιτώ η Σαμία συνδεόταν με τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
Η Σινώπη με τον Ιεροφάντη των Ελευσινίων Μυστηρίων Αρχία.
Η Λεόντιον ήταν η συντρόφισσα του Επίκουρου.
Η Αγαθόκλεια ήταν η φίλη του Πτολεμαίου του Δ’.
Η Μανία ήταν η ερωμένη του ολυμπιονίκη στο παγκράτιον Λεοντίσκου. Το 13ο βιβλίο του Αθήναιου μας δίνει πλήθος ονόματα, ανέκδοτα και περιστατικά από τις διάσημες εταίρες της αρχαιότητας.
Η ιεροδουλεία ήταν ένας θεσμός, κατά τον οποίο γυναίκες, αλλά ορισμένες φορές και άνδρες ασκούσαν στους ναούς την Ιερή Πορνεία.
Δύο είναι τα είδη της .Το πρώτο περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες που είναι υποχρεωμένες, πριν παντρευθούν, να διακορευθούν μέσα στο ναό προς όφελος της θεάς, στην οποία ανήκει ο ναός.
Το δεύτερο, που είναι μετεξέλιξη του πρώτου και προφανώς επιβλήθηκε με την επικράτηση της πατριαρχίας και της ζηλοτυπίας του άνδρα που θέλει η γυναίκα του να μη σμίγει με κανένα, έστω και με θεό σε ναό, αφορά εκείνες τις γυναίκες που υπηρετούν στο ναό είτε ως σκλάβες είτε επειδή είναι ταμένες είτε γιατί έχουν έλθει με τη θέλησή τους και η ιερά πορνεία που ασκούν είναι σε μόνιμη επαγγελματική βάση.
Η ιεροδουλεία, θεσμός πανάρχαιος και θρησκευτικός, ήταν απλωμένη σ’ όλο το χώρο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Στην Κύπρο ήταν ανεπτυγμένη, όπως μας πληροφορούν οι Κλέαρχος Σολεύς και ο Ιουστίνος, ο οποίος αναφέρει επίσης ότι οι Επιζεφύριοι Λοκροί σε κρίσιμες στιγμές πολέμου πόρνευαν τις θυγατέρες τους στον ναό της Αφροδίτης.
Στην Άβυδο της Τρωάδος υπήρχε ιερό της Αφροδίτης Πόρνης. Στην Ελλάδα ξακουστό ήταν το ιερό της Αφροδίτης στην Κόρινθο που είχε περισσότερες από 1.000 ιερόδουλες εταίρες, τις οποίες είχαν αφιερώσει στη θεά άνδρες και γυναίκες. Γι’ αυτές συνέρρεε πλήθος κόσμου, όπως μαρτυρεί ο Στράβων, και πλούτιζε η πόλη. Οι καπετάνιοι των πλοίων σκόρπιζαν αφειδώς τα λεφτά τους και απ’ αυτό βγήκε η παροιμία «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον έσθ’ο πλους», δηλαδή δεν είναι εύκολο ταξίδι για τον καθένα η Κόρινθος.
Και υπήρχε αρχαίο έθιμο στην Κόρινθο, όταν επρόκειτο να προσευχηθεί η πόλη στην Αφροδίτη για ζητήματα υψίστης σημασίας, να προσκαλούν όσο το δυνατόν περισσότερες εταίρες να συνενώσουν την φωνή τους και να θυσιάσουν μαζί. Και για την πατριωτική τους στάση κατά την περσική εισβολή ανέγραψαν τα ονόματα των εταιρών σε δημόσια πινακίδα κι ο Σιμωνίδης τους αφιέρωσε επίγραμμα.
(Πηγή:«Περιοδικό Αρχαιολογία»)
Η
λειτουργική διάρθρωση του αρχαιοελληνικού σπιτιού δεν έχει να ζηλέψει
τίποτα από ένα σύγχρονο σπίτι. Το σπίτι της Ολύνθου με τα πολλά χρώματα
δίνει ολοκληρωμένη εικόνα του κλασικού σπιτιού. Εξωτερικά μοιάζει με
κλειστό οικοδόμημα, με μοναδικό άνοιγμα μια πόρτα στην ανατολική πλευρά.
Μόλις αφήσουμε την είσοδο, μπαίνουμε στον θυρώνα. Αριστερά μας,
βρίσκεται ο πιθεών (αποθήκη ή κελάρι) και δεξιά ο ανδρών, με προθάλαμο
και κύριο δωμάτιο, που κοσμείται με μωσαϊκό δάπεδο και θρανία. Εδώ
δειπνεί ο οικοδεσπότης με τους φίλους του, αφού πια κλείσει η αγορά.
Βγαίνοντας από τον θυρώνα, περνάμε στην αυλή, στην οποία υπάρχει ο βωμός
των οικιακών θεοτήτων: του Διός Ερκείου ή της Εστίας. Αριστερά, ο
υπαίθριος χώρος επεκτείνεται. Δυτικά της αυλής βρίσκεται το οπτάνιο
(=κουζίνα) και το λουτρό, ενώ ανοιχτά προς τον Νότο υπάρχουν οι θάλαμοι
(τα υπνοδωμάτια), οι οποίοι αναπτύσσονται κατά μήκος της παστάδος.
Στην
αναπαράσταση ενός άλλου κλασικού υποδείγματος σπιτιού από τη Μαρώνεια
της Θράκης επιβεβαιώνονται αυτές οι προδιαγραφές, που μεταξύ άλλων
οδηγούν και στην κατάλληλη κλίση της στέγης σε συνδυασμό με τον
προσανατολισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα
μπαίνουν στο σπίτι και το θερμαίνουν, ενώ το καλοκαίρι δεν εισέρχονται
στα δώματια και συνεπώς υπάρχει δροσιά. Πρόκειται για τις οικοδομικές
προδιαγραφές του περίφημου σπιτιού του Σωκράτη, οι οποίες στηρίζονται
στη γνώση των αστρονομικών και μετεωρολογικών φαινομένων, της τροχιάς
του ήλιου στις 21 Δεκεμβρίου τον χειμώνα και στις 21 Ιουνίου το
καλοκαίρι. Βάσει αυτών των δεδομένων, επιλέγονταν οι θέσεις των οικισμών
και ο προσανατολισμός των σπιτιών. Οι έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν
αρχαίες ελληνικές πόλεις των οποίων τα ανεμολόγια είχαν ελεγχθεί ώστε να
επιλεγούν οι πόλεις αυτές αποκλειστικά ως χώροι οικισμού.
Οι
πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Αθήνα κατά το τέλος των νεολιθικών χρόνων,
μεταξύ 4500 και 4000 π.Χ. Τα διάσπαρτα ίχνη τους μαρτυρούν ότι διάλεξαν
για μόνιμη εγκατάστασή τους την περιοχή του βράχου της Ακρόπολης. Στην
αρχή, πιθανότατα δεν θέλησαν να κατοικήσουν στην κορυφή, αλλά γνωρίζουμε
από ανασκαφές ότι είχαν διασκορπιστεί στη νότια και στη βόρεια κλιτύ
του βράχου. Κατά καιρούς, ίσως να εγκαταστάθηκαν μερικοί και στα δύο
μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και
βασικό στοιχείο προκειμένου για την ίδρυση οικισμού, αντλούνταν από τα
21 ρηχά πηγάδια βάθους τριών έως τεσσάρων μέτρων που είχαν ανοίξει στη
βορειοδυτική πλευρά του βράχου, εκεί που αργότερα υπήρχε η ονομαστή πηγή
Κλεψύδρα.
Η
πρώτη εποχή του χαλκού, δηλαδή από το 3200 ως το 2000 π.Χ., βρίσκει
τους κατοίκους να είναι ακόμη έντονα επηρεασμένοι από τον νεολιθικό
τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό παραμένουν κλεισμένοι στον οικισμό τους αλλά
αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με ολόκληρη πλέον την
Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Εννοείται πάλι, ότι ούτε
από εκείνα τα σπίτια έχουν σωθεί ίχνη, αλλά τα κεραμεικά της εποχής
μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις
που είχαν επιλέξει, ενώ άλλοι διαμένουν και στην κορυφή του βράχου,
κοντά στο Ερέχθειο. Στην αρχαία αγορά υπήρχε ένα μονοπάτι με διεύθυνση
προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Το μονοπάτι αυτό έγινε
αργότερα δρόμος.
Σε
κανέναν οικισμό δεν κατοικούν οι άνθρωποι κλεισμένοι στον τόπο τους,
αλλά αναπτύσσουν εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής την έκταση των
επικοινωνιών τους.
Οι
Κρητικοί είχαν χάσει για πολλά χρόνια κάθε μνήμη νομαδικού κράτους και
της κυκλικής νομαδικής καλύβας που ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος
κατοικιών τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα ευρήματα που υπάρχουν
στη διάθεσή μας: εάν όμως υποθέσουμε ότι οι λίγοι κυκλικοί τύμβοι, που
χρονολογούνται από το 2700 ως το 2000 π.Χ., απηχούν τις παραδόσεις του
θρησκευτικού συντηρητισμού, τότε μόνο θα μπορέσουμε να υποθέσουμε ότι
τελικά δεν είχε χαθεί απόλυτα η νομαδική ζωή. Παρ’ όλο που είναι κάπως
αποσυντεθειμένα, τα ευρήματα της Κνωσού δείχνουν ότι η αρχική μορφή των
κατοικιών ήταν κυκλική και υπήρχε περίφραξη από βέργες που είχαν
χρωματικά επιχρίσματα. Αλλά αυτό είναι απλώς μια εικασία που γίνεται
επειδή οι μελέτες έχουν καταδείξει ότι η κατάσταση στην Κρήτη έμοιαζε με
αυτήν της Αιγύπτου. Τα σπίτια εκεί ήταν κατά τα φαινόμενα κυκλικά, αλλά
πολύ καιρό πριν από τις δυναστείες, δηλαδή γύρω στο 4700 π.Χ., οπότε
και τα σχέδια με καμπύλες άρχισαν να εγκαταλείπονται και γίνεται εμφανής
η προτίμηση προς το τετραγωνικό σπίτι: Άλλωστε, τα σπίτια στην Κρήτη
είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζονται με βάση σχεδίου το τετράγωνο.
Άλλες
αγρεπαύλεις ή κατοικίες πλουσίων, που αποτελούσαν το διοικητικό σώμα
της μινωικής κοινωνίας, βρίσκονται κατά κανόνα μόνο στην ύπαιθρο.
Μερικές από αυτές είναι πολύ αξιόλογες.
Πιθανότατα
μια εισβολή από την κεντρική ελλαδική περιοχή ήταν η αιτία που ώθησε
στην κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού πριν από το 1400 π.Χ. και τελικά
στη μυκηναϊκή επικράτηση, αφού όλο το Αιγαίο περιήλθε στη μυκηναϊκή
κυριαρχία. Ο σχεδόν ενιαίος μυκηναϊκός πολιτισμός, πέρα από τις κατά
τόπους μορφολογικές διαφοροποιήσεις, επικάλυψε τους προκατόχους του στην
Κρήτη και στα υπόλοιπα νησιά. Ύστερα, οι άποικοι τον εισήγαγαν στις
ακτές της Μικράς Ασίας και στην Κύπρο. Δυστυχώς, μια καταστροφή το 1260
π.Χ. εσήμανε και το τέλος της ευημερίας. Οι Μυκήνες, παρ’ όλο που
υπέστησαν ασυνήθιστα σοβαρές ζημιές, παραμένουν στα ίδια αξιολογικά
επίπεδα με άλλες πόλεις που συγκέντρωναν στους κόλπους τους εξουσία.
Η
εστία καταλάμβανε κεντρική θέση στο σπίτι και την περιτριγύριζαν
κίονες. Οι κίονες προσέδιδαν ιερότητα στον χώρο. Ο διάκοσμος ήταν
απόλυτα επηρεασμένος από την κρητική τέχνη. Βέβαια, τα κρητικά σπίτια
δεν είχαν εστίες, οι οποίες είναι το σήμα κατατεθέν για κάθε μυκηναϊκό
σπίτι.
Οι
κατοικίες ήταν κατεστραμμένες για εκατό χρόνια, δηλαδή από τον δωδέκατο
ως τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να μετακινηθούν
στα αναπτύγματα που γνωρίζουμε ως πόλεις-κράτη. Τα ομηρικά έπη
διατήρησαν εκπληκτικά ένα διάσπαρτο αρχείο της μυκηναϊκής ζωής. Το
αρχείο αυτό είναι εντυπωσιακά ακριβές, ειδικά οι αρχιτεκτονικές
περιγραφές, σύμφωνα και με τις πραγματικές επιστημονικές ανακαλύψεις της
ιστορίας για την εποχή αυτή. Κατά τα φαινόμενα, θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε ότι ο Όμηρος ενσωμάτωσε στο έργο του το πληροφοριακό υλικό
από τραγούδια των χρόνων ανάμεσα στην εποχή του χαλκού και του σιδήρου,
κυρίως πιο κοντά στην πρώτη. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι οι απτές υλικές
αποδείξεις είναι ελάχιστες, αλλά η διασταύρωση των στοιχείων του Ομήρου
με αυτά των τραγουδιών και άλλων γραπτών μνημείων της εποχής δεν αφήνει
περιθώρια αμφιβολιών. Άλλωστε, τα γραπτά μνημεία αποτελούν περίτρανη
απόδειξη ιστορικών πραγματικοτήτων. Η λέξη “οίκος” εμφανίζεται στον
Όμηρο πρώτη φορά στην Οδύσσεια, και συγκεκριμένα στον 18ο στίχο της ιθ’
ραψωδίας. Σε επιπλώσεις, ο Όμηρος αναφέρει χρήση γυαλισμένου ξύλου. Λέει
ότι τα λουτρά βρίσκονταν πάντα στο ισόγειο και οι γυναικωνίτες πάντα σε
πάνω όροφο. Οι γυναικωνίτες διέθεταν δική τους εστία. Στο δώμα των
σπιτιών άφηναν τα φαγητά για να ζεσταθούν με τον ήλιο. Το πολύτιμο
γαλάζιο υλικό που λέει ο Όμηρος ότι ακτινοβολούσε πρέπει να ήταν ένα
είδος εφυάλωσης. Το υλικό αυτό έδινε λάμψη στις χαραγμένες παραστάσεις
των διαζωμάτων και των ζωφόρων. Οι τοίχοι μερικές φορές καλύπτονταν με
χρυσάφι ή ασήμι ή χαλκό: ο ποιητής δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε ότι
“λαμποκοπούσαν σαν τον ήλιο και το φεγγάρι”.





