Help Us Improve Our Site

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

30-40.000 ετών είναι η Ελληνική Γλώσσα! Όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός !!!

 


 Ακριβώς πριν από 21 χρόνια, τον Ιούνιο του 1992, δημοσιεύθηκε σε ένα έγκριτο περιοδικό, στον ‘Δαυλό’, συνέντευξη του Ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού.

Ο διαπρεπής και αναγνωρισμένος για το επιστημονικό του έργο σε παγκόσμια κλίμακα, αναφέρθηκε στον πλασματικό Ινδοευρωπαϊσμό και στην Ελληνική Γλώσσα, την οποία αναγάγει στην Άνω Παλαιολιθική εποχή, δηλαδή πριν από 30 έως 40.000 χρόνια. Στην ερώτηση του «Δαυλού»:




θα μπορούσατε να μας δώσετε μια γενική εικόνα της Ανθρωπολογίας των λαών των Βαλκανίων, με την οποίαν, ως γνωστόν, ασχολείσθε τα τελευταία 35 χρόνια, ο Άρης Πουλιανός θα απαντήσει:

«Ευχαρίστως για τον «Δαυλό» να σας πω λίγα συμπεράσματα, που στηρίζονται σε μεγάλο πλήθος στατιστικών παρατηρήσεων- άνω των 20.000 ανθρωπομετρήσεων και ανθρωποσκοπήσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια.


Τα συμπεράσματα αποτελούν σύνθεση διαφορετικών συνόλων προηγούμενων εργασιών, που πρώτη φορά δίδονται στην δημοσιότητα.

1. Στο χώρο αυτό, ιδιαίτερα στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη, η παρουσία του ανθρώπου είναι συνεχής, τουλάχιστον πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια. Ειδικώς η Μακεδονία είναι και χώρος, όπου εξελίχθη ο ίδιος ο άνθρωπος και από την δική μας χερσόνησο απλώθηκε προς βορρά και δυσμάς, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
2. Στην Μακεδονία αναπτύχθηκε ο Πετραλώνειος πολιτισμός, ο αρχαιότερος επί του ευρωπαϊκού εδάφους, και οι Αρχάνθρωποι της Χαλκιδικής πρέπει να θεωρούνται οι ιδρυτές αυτού του πολιτισμού, καθώς και τα ίχνη φωτιάς που βρέθηκαν στο σπήλαιο Πετραλώνων είναι τα αρχαιότερα που βρέθηκαν μέχρι σήμερα στη γη μας.


3.Οι σύγχρονοι άνθρωποι (Homo Sapiens) είναι οι συνεχιστές αυτών των πρωτανθρώπων της Μακεδονίας, όπου μίλησαν και πρωτακούστηκε ανθρώπινη λαλιά σ’ αυτόν τον τόπο, τουλάχιστον πριν 700.000 χρόνια.


4. Στη συγκριτική αυτή μελέτη η θεωρητική βάση της μεθοδολογίας μας στηρίζεται στο γεγονός ότι τα στοιχεία της Αρχαιολογίας, Γλωσσολογίας και γενικά της Ιστορίας είναι πολύ ελλειπή και δεν καλύπτουν διάστημα μεγαλύτερο των 6.000 περίπου χρόνων. Αντίθετα τα στοιχεία της Ανθρωπολογίας, δηλαδή, οι μορφολογικές ιδιότητες ή διαφορές μιας ομάδας πληθυσμού, αποτελούν την κύρια πηγή της Ιστορίας.


5. Εξ ίσου βασική θεωρητική αρχή της μελέτης μας είναι το αξίωμα, ότι η οποιαδήποτε διάδοση ανθρωπολογικών τύπων πάντοτε συνοδεύεται με την διάδοση κάποιας γλώσσας ή πολιτισμού. Αντίθετα η γλώσσα και ο πολιτισμός είναι ανεξάρτητα από την διάδοση των ανθρωπολογικών τύπων, δηλ. μπορούν να διαδοθούν και χωρίς αυτόν.


6. Με τις προϋποθέσεις αυτές διαπιστώσαμε στο χώρο που περιγράφουμε δύο βασικούς ανθρωπολογικούς τύπους ή ποικιλίες: α) την Αιγαιακή, και β) την Ηπειρωτική (Continental). Σαν επίστρωμα πάνω σ’ αυτές τις δύο βασικές συναντάται μια τρίτη πιο ανοιχτόχρωμη στα βουνά της Ροδόπης και σ’ ορισμένα άλλα σημεία, προφανώς προελεύσεως βορειότερα του Δουνάβεως.


7. Η Ελληνική Γλώσσα, σύμφωνα με τα γλωσσικά δεδομένα, ομιλείται στην Ήπειρο-Μακεδονία – Θράκη, τουλάχιστον πριν από 5.000 χρόνια, και με τα ανθρωπολογικά- πολύ παλαιότερα.


[Κατά τη διάρκεια των ανθρωπολογικών μας ερευνών στο Μαυροβούνιο, βορείως των Σκοπίων, περιοχή Ζάμπλιακ-Σέτινε, διαπιστώσαμε ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν ξέχασαν ακόμη τα ελληνικά, δηλ. η διαδικασία του εκσλαβισμού δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Επίσης όταν ανέφερα στην Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών τα πορίσματα των ανθρωπολογικών μου ερευνών στην Βουλγαρία, ο τ. πρόεδρος της Ακαδημίας αυτής μεγάλος γλωσσολόγος Βλαντίμιρ Γκεοργκίεφ μου δήλωσε: «Ναι, είμαστε οι παρά πέντε λεπτών Έλληνες». (στην «Αλεξιάδα» της, η Άννα Κομνηνή (Α’ τόμος, σελ. 186)περιγράφει, πως οι Χριστιανοί της Μ.Ασίας έχασαν την ελληνική τους γλώσσα). Αναφέρω ακόμη, ότι στον Καύκασο οι πιο «φανατικοί Έλληνες» που συνάντησα ποτέ είναι οι τουρκόφωνοι Έλληνες- περιοχή Τσάλκας, 42 χωριά κλπ.]


8. Μετακινήσεις λαών κατά τον Μεσαίωνα στην ΝΑ Ευρώπη, και η διάδοση ιδιαίτερα των σλαβικών γλωσσών που συνδέεται μ’ αυτές, δεν επέφεραν παρά ελάχιστες αλλαγές τα μορφολογικά γνωρίσματα των λαών της περιοχής και σε ορισμένα μόνο σημεία.


9.Οι Τούρκοι της Μ.Ασίας στην πλειοψηφία τους είναι αυτόχθονες. Από ανθρωπολογική σκοπιά ο πρώτος εμφύλιος που αναφέρεται στην Ιστορία είναι ο Τρωϊκός Πόλεμος.
10. Αν οι λαοί της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μελετήσουν την προϊστορία τους και εμβαθύνουν στις ρίζες τους, θα διαπιστώσουν τη μεγάλη συγγένεια αίματος που έχουν μεταξύ τους και θα θλίβονται πολύ για την γλώσσα των Θεών του Ολύμπου, και γλώσσα του Ομήρου, που έχασαν.

Στην ερώτηση του «Δαυλού» για τον πληθυσμό των Σκοπίων ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός θα πει:

«Οι Σλαβόφωνοι των Σκοπίων και του Πιρίν της Βουλγαρίας είναι εκσλαβισθέντες Έλληνες. Το φαινόμενο της γλώσσας είναι κοινωνικό, (και όπως τονίσαμε παραπάνω) δεν ανταποκρίνεται πάντα στο φυλετικό τύπο ενός λαού. Συγκεκριμένα η ελληνική γλώσσα υπεχώρησε τον Μεσαίωνα απ’ αυτά τα εδάφη, χωρίς να αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού, παρά μ’ ένα μικρό ποσοστό σλαβόφωνων, κ’αυτών όχι αμιγώς Σλάβων, διότι οι κυρίως Σλάβοι πρωτοπαρουσιάζονται στην ΝΑ Πολωνία και Δυτική Ουκρανία. Από εκεί αρχίζει η εξάπλωση της γλώσσας τους και σιγά-σιγά «κατεβαίνει» στα Βαλκάνια.

Ερώτηση Δαυλού: Από πότε υπάρχει η ελληνική γλώσσα;

Άρης Πουλιανός: Τουλάχιστον από την Άνω Παλαιολιθική, δηλ. πριν από 30-40.000 χρόνια. Αποτελεί τη ρίζα της λεγόμενης «Ινδοευρωπαϊκής» οικογένειας γλωσσών, διότι «Ινδοευρωπαϊκή φυλή», όπως την εννοούν μερικοί αρχαιολόγοι και φιλόλογοι, δεν υπάρχει. Από την Σουηδία μέχρι τις Ινδίες, όπου μιλιέται η λεγόμενη «Ινδοευρωπαϊκή», ο χώρος κατοικείται από διάφορους λαούς, διαφόρου φυλετικής προελεύσεως.
-
Η συνέντευξη υπάρχει και στην διαδικτυακή έκδοση (αρχειακή) του Δαυλού, στο τεύχος 126- του Ιουνίου του 1992, στην ηλεκτρονική διεύθυνση:http://www.davlos.gr/webfiles/pdf/126.pdf

Τα 7 σεξουαλικά βίτσια των αρχαίων Ελλήνων

Τα 7 σεξουαλικά βίτσια των αρχαίων Ελλήνων [εικόνες] 



Ένα νέο βιβλίο έρχεται να ασχοληθεί με περίεργες ιστορίες και ενδιαφέροντα ευρήματα, σεξουαλικής πάντα φύσης, από το λίκνο του Δυτικού πολιτισμού. Δηλαδή την Ελλάδα.


Ο Δημόκριτος πίστευε ότι οι άνθρωποι αντλούν την ίδια ευχαρίστηση από το ξύσιμο όσο και από την σεξουαλική συνεύρεση. Ενώ ο Επίκουρος επέμενε ότι το σεξ δεν έχει κάνει ποτέ καλό σε κανέναν και θα πρέπει να είμαστε τουλάχιστον ικανοποιημένοι που δεν κάνει πραγματική σωματική ζημιά.
Ο Ιπποκράτης, από την άλλη, διδάσκει ότι η χωρίς όρια σεξουαλική επαφή θεραπεύει την δυσεντερία, ενώ βοηθάει να βρει ανακούφιση κάποιος που έχει τσιμπηθεί από φίδι ή σκορπιό.


Τέλος ο Αριστοτέλης δίδασκε πως το μέγεθος μετράει. Με την έννοια ότι όσο μεγαλύτερο είναι το πέος ενός άντρα τόσο μακρύτερη απόσταση έχει να ταξιδέψει το σπέρμα του άλλα είναι πιο δύσκολο να κάνει παιδιά.


Όλα αυτά τα στοιχεία μπορεί να τα βρει κανείς στο νέο βιβλίο The Cabinet of Greek Curiosities: Strange Tales and Surprising Facts From the Cradle of Western Civilization του καθηγητή Τζ. Σ. Μακέουν, κομμάτια του οποίου αναδημοσιεύει η Huffington Post.
Αν και αυτό που θα σας κεντρίσει το ενδιαφέρον είναι τα κομμάτια που συνοδεύονται από εικόνες (και συνοδευτικά σχόλια). Όπως :


Η γυναίκα που φροντίζει ένα χωράφι με φαλλούς
Μια σκηνή από ένα ελληνικό βάζο. Η παράξενη σοδειά δεν είναι το μόνο χιουμοριστικό στοιχείο της εικόνας, καθώς αυτά που φοράει η γυναίκα την κατατάσσουν στην μεσαία τάξη. Κάτι που σημαίνει ότι ποτέ δεν θα είχε μια τέτοια σοδειά, αφού η κοινωνία απαιτούσε να ζήσει μια ενάρετη ζωή στα πλαίσια του σπιτιού του συζύγου της.


 


Κουβαλώντας ένα φαλλό
Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Πρόκειται για μια ιερόδουλη που κουβαλάει ένα ΧΧL δονητή. Οποίος μάλιστα στην κορυφή έχει ένα μάτι για να την προστατεύει από το κακό μάτι. 


 


Ο φτερωτός φαλλός
Αναπαράσταση ενός αρχαίου «γκράφιτι» που απεικονίζει ένα από τους μεταλλικούς φαλλούς με φτερά που συνήθως κρεμούσαν οι αρχαίοι στα σπίτια τους για να τους προστατεύσουν από το κακό. Τα γράμματα στην εικόνα γράφουν «ευφραίνουσα», δηλαδή «η γυναίκα που προσφέρει ηδονή». 


 


Ένα «παράξενο» στασίδι
Πέτρινες στήλες που απεικόνιζαν ένα μουσάτο άντρα με πέος σε στύση τοποθετούνταν στις γωνίες των δρόμων προκειμένου να εξασφαλίσουν θεϊκή προστασία για την πόλη. Εδώ βλέπουμε μια διακωμώδηση αυτού του θεσμού. 


 


Ένα ΧΧΧ νόμισμα
Ένας σάτυρος (μισός άνθρωπος, μισή κατσίκα) με το πέος σε στύση κάνει μια σεξουαλική πρόταση σε μια νύμφη. Πρόκειται για απεικόνιση σε νόμισμα που κυκλοφορούσε στη Θράκη και την Μακεδονία του 5ο αιώνα π.χ. 


 


Πληρωμένος έρωτας
«Το αγόρι είναι όμορφο» είναι αυτό που αναγράφεται στο πάνω μέρος της εικόνας. Πρόκειται για αναπαράσταση μιας συναλλαγής ανάμεσα σε ένα Αθηναίο πολίτη και ένα εκδιδόμενο άντρα. 


 


Ο Διόνυσος στην Δήλο
Ότι έχει απομείνει από τους δυο εντυπωσιακούς φαλλούς που υπήρχαν στο ναό του Διόνυσου στην Δήλο.



 

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

28 Οκτωβρίου 1940: Ορίστε τι γιορτάζουμε...

0814792c511f3af7.jpg 



Και τότε Δευτέρα ξημέρωνε. 

Η συγκυρία ανατριχιάζει. 

Οι παλαιοί ίσως να θυμούνται, κάποιοι δεν γνωρίζουν καν. Όπως και να' χει το πράγμα με όλους σας θα μοιραστούμε μία μικρή δόση ιστορίας.


Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα επισκέπτεται το σπίτι του δικτάτορα Μεταξά στην Κηφισιά και παραδίδει τελεσίγραφο στον δικτάτορα, με το οποίο ζητάει σε 3 ώρες από εκείνη την στιγμή η Ιταλία να καταλάβει στρατηγικές θέσεις της χώρας μας και να βοηθήσει στην απροβλημάτιστη επέλαση των δυνάμεων του Άξονα.


Το περιβόητο "ΟΧΙ" του Μεταξά, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Για την ακρίβεια είπε : "Λοιπόν αυτό σημαίνει πόλεμο!" και αρνήθηκε την επέλαση. Λίγες ώρες μετά απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό το οποίο είχε ως εξής:


Προς τον ελληνικόν λαόν,
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.


Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. Θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.


Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τα ιεράς μας παραδόσεις.



Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Ιωάννης Μεταξάς


Σήμερα λοιπόν τιμούμε τους αγωνιστές του ΟΧΙ, αυτούς που δεν ένιωθαν κατά βάθος "σκλάβοι" και πολέμησαν για το δικαίωμα να αποφασίζουν για τον τόπο τους...

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΑΛΙΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Τεμαχισμός ιχθύος. Λεπτομέρεια από Σικελικό κρατήρα. Museo Mandralisca Cefalu. 

Μελετώντας τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μπορούμε εν τάχει να προσδιορίσουμε τους τρόπους και τα μέσα που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες αλιείς για την τέχνη της αλιείας. 

Ουσιαστική διαφορά με την σύγχρονη εποχή δεν υπάρχει πλην του γεγονότος ότι δεν μόλυναν τα ύδατα, δεν έκαναν χρήση δυναμίτη, δεν νέκρωναν το θαλάσσιο βασίλειο.




Τα σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς ήταν σε γενικές γραμμές μικρά, με μικρό βύθισμα για να μπορούν να πλέουν σε όρμους, κόλπους, ποτάμια, λίμνες και αβαθή. Μέσα σε αυτά έβαζαν τα δίχτυα, τα δολώματα και όλα τα εξαρτήματα / σύνεργα αλιείας που θα τους χρειάζονταν. Υπήρχαν και σκεύη μέσα στα οποία τοποθετούσαν αυτά που ψάρευαν. Τα σκεύη αυτά ήταν άλλοτε μεταλλικά κι άλλοτε ψάθινα.[οι γαρίδες πηδούσαν στο σχοινόπλεκτο κοφίνι σαν να ήτανε δελφίνια]
«καρίδες εξήλλοντο δελφίνων δίκην εις σχοινόπλεκτον άγγος»[1]

Το αλιευτικό σκάφος είχε την γενική ονομασία «αλιάς». Με την λέξη αυτή εννοούσαν οποιοδήποτε σκάφος, μικρό ή μεγάλο, που χρησίμευε για την αλιεία.
[επιβιβάστηκε σ’ ένα αλιευτικό και διασώθηκε στην Άκανθο] «αλιάδος επιβάς εις Άκανθον διεσώθη»[2] 
Η κύμβη ήταν μια αλιάδα, ένα αλιευτικό σκάφος, που πήρε το όνομά της από τις λέξεις κύμβος, και κυλαίνω, οι οποίες περιγράφουν την καμπυλότητα. Από το όνομά της και μόνο αντιλαμβανόμαστε ότι το ναυπηγικό χαρακτηριστικό του σκάφους ήταν το καμπύλο σχήμα του.Αρχικώς, η κύμβη, ήταν μονόξυλη λέμβος που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς στα αβαθή ύδατα λιμνών και ποταμών.

ΚΑΒΟΥΡΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ (PAGURUS BERNARDUS) που…κουβαλάει το
σπίτι του - και 3-4 θαλάσσιες ανεμώνες για περισσότερη” προστασία”!!!
ΦΩΤΟ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΙΝΤΣΕΝΤΖΑΤΟΣ υ/β ερασιτέχνης φωτογράφος
 – ασφαλιστικός σύμβουλος ΕΘΝΙΚΗΣ.

Κύμβη ονομαζόταν και η λέμβος του Χάρωνος όπου μετέφερε τις ψυχές από τους ποταμούς και την Αχερουσία λίμνη. Από τις παραστάσεις συμπεραίνουμε ότι η κύμβη ήταν καμπύλη αλλά και επιμήκης με την πλώρη και την πρύμνη ελαφρώς υψωμένες. Από το όνομα κύμβη ονόμαζαν κυμβία κι ένα είδος κρασοπότηρων τα οποία προφανώς έμοιαζαν στο σχήμα με τα εν λόγω σκάφη [3].

Τα αλιευτικά έπλεαν μόνα τους ή πολλά μαζί ανά ομάδες. Πολλές φορές συνόδευαν στόλους ενώ αναφέρεται και το πλοίο αναψυχής «Συρακουσία», το οποίο μετέφερε επάνω του, μεταξύ άλλων, και πολλές «αλιάδες»[4]

Σε γενικές γραμμές, ως προς το μέσον αλιείας, οι αλιείς χωρίζονταν σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν δίκτυα και σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα όπως καμάκι (κάλαμος) ή τρίαινα. Πάνω σε αυτό τον διαχωρισμό ο Πλάτων [5] ξεχώρισε την αλιεία σε δύο κύριες κατηγορίες: Την πληκτική και την ασπαλιευτική.

Πληκτική αλιεία
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πλήττω που σημαίνει χτυπώ. Κατά την πληκτική αλιεία παρουσιάζονται δύο κατηγορίες:

Α) Τριοδοντικό
Λέξη σύνθετη (τρεις + δόντι) που σημαίνει το ψάρεμα με τρίαινα (καμάκι με τρεις αιχμές)
[και τις αιχμές της τρίαινας] «και της τριαίνης τας ακμάς» [6] 
Το τριοδοντικό, όπως εξηγεί ο Πλάτων, πλήττει το ψάρι από πάνω προς τα κάτω, και σε όποιο σημείο τύχει. Το αποτέλεσμα συχνά δεν ήταν ικανοποιητικό καθώς υπήρχε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος του ψαριού να θρυμματισθεί.
β) Ασπαλιευτικό
Η ασπαλιεία ήταν για τους αρχαίους Έλληνες το ψάρεμα με το αγκίστρι. Συναντάται και ως «αγκιστρεία». Κατά την ενέργεια αυτή, σε αντίθεση με το τριοδοντικό, το ψάρι δεν πλήττεται όπου τύχει αλλά γύρω από το κεφάλι και στην στοματική κοιλότητα ενώ ανασύρεται από κάτω προς τα πάνω.
Το αλιευτικό καλάμι ονόμαζαν «κάλαμο» [7],  από το οποίο κρεμόταν ένα πολύ λεπτό νήμα, συνήθως λινό, το οποίο ονόμαζαν «λίνο». Στην άκρη του λίνου υπήρχε ένα μεταλλικό αγκίστρι πάνω στο οποίο έβαζαν το δέλεαρ (δόλωμα)

[…ιερό ιχθύ από το κύμα του πόντου με λινό νήμα και αστραφτερό αγκίστρι ψάρευε]
«…ιερόν ιχθύν εκ πόντοιο θύραζε λίνω και ήνοπι χαλκώ»[8]

Μέδουσα Cotylorhiza Tuberculata. Δυτική Αττική,Ψάθα.
ΦΩΤΟ: ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΔΑΣ kostasladas.blogspot.com

Ο «λίνος» λεγόταν και ορμιά, λέξη που την χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα.
[…να μου δανείσει για λίγη ώρα εκείνη την πετονιά και το αγκίστρι, που τα έφερε για τάμα ο Πειραιώτης ψαράς]  «προς ολίγον χρήσαι την ορμιάν εκείνην και το άγκιστρον, όπερ ο αλιεύς ανέθηκεν εκ Πειραιώς» [9]  
Στην άκρη του λίνου υπήρχε ένα μεταλλικό αγκίστρι πάνω στο οποίο έβαζαν το δέλεαρ [10] (δόλωμα) το οποίο συνήθως αποτελείτο από μικρά τεμάχια άρτου.
Όταν η αλιεία γινόταν κατά την διάρκεια της νύχτας, με το φως της φωτιάς, το πυρ, τότε οι αλιείς την ονόμαζαν «πυρευτική»[11].
Οι αλιείς & τα δίκτυα

Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσα ονόματα έδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες τόσο για τα δίκτυα όσο και για τους αλιείς που τα χρησιμοποιούσαν. Ο αλιεύς που χρησιμοποιούσε δίκτυα καλείτο «δικτυεύς», αυτός που τα έρριπτε στην θάλασσα «δικτυβόλος» ενώ εκείνος που τα μάζευε «δικτυουλκός»[12].
Τα δίχτυα των αλιέων ήταν πλεγμένα από λινό. Είχαν διάφορες ονομασίες, όπως «αμφίβληστρον», «γρίπος», «σαγήνη» κ.α. και ανάλογα με την χρήση που έκανε κάθε αλιεύς ελάμβανε κι εκείνος αντίστοιχα το ανάλογο όνομα.
[η τράτα, ο γρίπος, το πεζόβολο και όσα άλλα δίκτυα πλέκονται από σπάγκους κατάλληλα για την αλιεία] «Σαγήνη και γρίπος και αμφίβληστρον και όσα άλλα εκ λίνων πέπλεκται επιτήδεια προς αλιείαν»[13] 
Το αμφίβληστρον (αμφί + βάλλω =  ρίχνω ολόγυρα) ήταν δίκτυ που το έριχναν γύρω – γύρω (όπως ο σημερινός πεζόβολος). Ο αλιεύς που χειριζόταν αμφίβληστρον ονομαζόταν «αμφιβολεύς» [14].
Ο γρίπος ήταν κι αυτός αλιευτικό δίκτυ. Η τέχνη της αλιείας του γρίπου λεγόταν «γριπιής τέχνη» και αντίστοιχα ο αλιεύς που την χρησιμοποιούσε «γριπεύς». Δεν ήταν εύκολη η τέχνη του γριπέα αλλά ούτε και η καθημερινή ζωή του. Αυτό εξάλλου ήταν μια γενική εκτίμηση για τους αλιείς. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς έβλεπαν με πόση δυσκολία επιβίωναν κινδυνεύοντας πολλές φορές από τις διαθέσεις του καιρού και της θάλασσας.
[Αλήθεια, ο ψαράς περνάει άθλια ζωή, που έχει σπίτι του το πλοίο, δουλειά του την θάλασα και κυνήγι του αβέβαιο τα ψάρια] «η κακόν ο γριπεύς ζώει βίον, ω δόμος α ναυς, και πόνος εντί θάλασσα, και ιχθύες α πλάνος άγρα»[15].
Η σαγήνη ήταν κάθετο δίκτυο αλιευτικό, συρόμενο επί του βυθού, πλεγμένη από λινό. Είχε πιο μικρές τρύπες από τα κοινά δίκτυα, ήταν πιο πυκνό στην πλέξη. Σήμερα κάτι ανάλογο το ονομάζουμε τράτα. Το ρήμα σαγηνεύωσήμαινε ψαρεύω με συρόμενο δίχτυ, την σαγήνη. Επειδή η σαγήνη είχε πολύ λεπτή πλέξη, κατά την αλιεία, παρέσερνε τα πάντα στα δίχτυα της από τα μεγάλα έως τα πιο μικρά ψαράκια, τους γόνους. Αυτή η ιδιαιτερότητα έδωσε και μεταφορική έννοια στο ρήμα σαγηνεύω. Χρησιμοποιήθηκε τόσο στο στρατό (σχηματίζω στρατιωτική γραμμή σαν δίχτυ και όπως προχωρώ σαρώνω όλους, όπως παρασέρνουν με τα δίχτυα τους οι αλιείς τα ψάρια) όσο και στους ανθρώπους με την έννοια του θέλγω, έλκω, αιχμαλωτίζω κάποιον με τα προσόντα μου.
Η ενέργεια της «σαγήνης», ως στρατιωτικής τακτικής, χαρακτηρίστηκε από τον Ηρόδοτο ως συνήθεια που κατείχαν οι βάρβαροι, περιγράφοντας πως οι Πέρσεςκατάφερναν να πιάνουν όλους τους ανθρώπους από τα νησιά που κυρίευαν.      
[Σαγήνευαν (αιχμαλώτιζαν) δε κατά τον εξής τρόπο. Έπιαναν πολλοί ο ένας τον άλλον χέρι με χέρι και έκαναν σειρά από την βόρεια ως την νότια θάλασσα. Έτσι περνούσαν όλη την νήσο και έπιαναν τους ανθρώπους] «Σαγηνεύοσι δε τόνδε τον τρόπον. Ανήρ ανδρός αψάμενος της χειρός εκ θαλάσσης της βορηίης επί την νοτίην διήκουσι και έπειτα δια πάσης της νήσου διέρχονται εκθηρεύοντες τους ανθρώπους»[16].

Όταν η σμέρνα πιαστεί σε δίχτυα, κολυμπάει δώθε κείθε, ψάχνοντας,
πολύ έξυπνα, για άνοιγμα ή ρήγμα στο δίχτυ. «Όταν δε αυτήν (μύραιναν)
το δίκτυον περιλάβη, διανήχεται και ζητεί ή βρόχον αραιόν ή ρήγμα
του δικτύου πάνυ σοφώς» (Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος Α΄, 33)
ΦΩΤΟ: Sokratis Karalis

Επίσης χρησιμοποιούσαν και τον πόρκο, ένα είδος δικτύου πλεγμένος από σχοινιά, για τον οποίον όμως δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε [17].
Εκτός από τους αλιείς ιχθύων, υπήρχαν κι εκείνοι που ψάρευαν θαλασσινά, οστρακόδερμα, κοράλια, σπόγγους κ.ο.κ.
Τα δίχτυα τους συνήθως ήταν ειδικά επεξεργασμένα για την συγκεκριμένη αλιεία. Ένα τέτοιο δίκτυ αναφέρεται η «γαγγάμη» ή «γάγγαμον». Ήταν μικρό, στρογγυλό και το χρησιμοποιούσαν για το ψάρεμα οστράκων, σπόγγων, κοραλλιών [18].  Δεν γνωρίζουμε ακριβώς το υλικό κατασκευής του. Ενδεχομένως ήταν πολύ ανθεκτικό για να μπορεί να πιάνει οστρακόδερμα και γενικώς θαλασσινά με μυτερές αιχμές δίχως να καταστρέφεται.
[αν σκάψει κανείς λίγο τον πάγο, θα εξαγάγει ψάρια, τα οποίααποκλείστηκαν μέσα στους πάγους, από το δίκτυο που καλείται γαγγάμη]. «ορυκτοί τε εισιν ιχθύες οι αποληφθέντες εν των κρυστάλλω τη προσαγορευμένη γαγγάμη»[19].
Ο αλιεύς που κατείχε την τέχνη αυτή ονομαζόταν «γαγγαμεύς».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αλιεύς πορφύρας, ο «πορφυρεύς» ή «πορφυρευτής»[20].
Η πορφύρα είναι ένα κοχύλι από το οποίο παρασκευάζεται η πορφυρά βαφή. Τέτοια κοχύλια υπήρχαν πολλά στην αρχαία Ελλάδα, όλα τα είδη που συναντούμε σήμερα πορφύρας και μούριξ, με πιο σημαντικά να φαίνονται να ήταν τα Murex Tranculus και Murex Brandaris. Ο Αριστοτέλης αναφέρει και το είδος πορφύρας Purpuralapillus το οποίο με την σκληρή του γλώσσα τρυπάει τα όστρακα των κοχυλιών και των σαλιγκαριών που χρησιμοποιούνται σαν δολώματα για την αλιεία πορφύρας[21].
Οι σωλήνες ήταν οστρακόδερμα που λέγονταν και αυλοί. Οι αρσενικοί ήταν ραβδωτοί και όχι μονόχρωμοι και έκαναν καλό σε όσους είχαν πρόβλημα με την ούρηση και με πέτρες στα νεφρά. Αντίθετα οι θηλυκοί σωλήνες ήταν μονόχρωμοι  και είχαν γλυκύτερη γεύση. Ο αλιεύς σωλήνων λεγόταν σωληνιστής. Ο αρχαίος συγγραφεύς Φαινίας ο Ερέσιος στο έργο του «Τυράννων αναίρεσις εκ τιμωρίας» γράφει: «Ο Φιλόξενος ο επικαλούμενος σωληνιστής από ρήτωρ που ήταν, κατέστη τύραννος. Αυτός αρχικώς ζούσε ως αλιεύς σωλήνων. Αφού έθεσε την πρώτη υλική βάση και μπήκε στο εμπόριο, έγινε στο τέλος πλούσιος»[22].

Υπήρχε τεράστια ποικιλία σε θαλασσινά, πολλά από τα οποία μας είναι ιδιαίτερα αγαπητά όπως το χταπόδι (πολύπους), οι καραβίδες (κάραβον), ο αστακός,  τα κογχύλια,  οι πεταλίδες (λεπάδας), τα στρείδια (όστρεα), τα μύδια (μύας), οι αχηβάδες (κόγχαι), οι πίνες, (πίννας) οι σωλήνες, οι γαρίδες (καρίδαι) κ.οκ.  Το ψάρεμα για κάθε ένα από αυτά απαιτούσε εμπειρία, γνώσεις καθώς και την κατοχή μικρών μυστικών. Για παράδειγμα, οι πορφυρείς προτιμούσαν να ψαρεύουν τις πορφύρες κατά την Άνοιξη, ενώ εκείνοι που ήθελαν να ψαρέψουν χέλια έπρεπε να ταράξουν το βούρκο του βυθού πάνω – κάτω [23].

Ιχθυοπώλες. Ιχθυαγορά

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς έχουν εκφράσει σε πεζό και έμμετρο λόγο την δυσαρέσκεια τους προς τους ιχθυοπώλες. Ο Αντιφάνης, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μέσης αττικής κωμωδίας, μαζί με τον Άλεξη (408-334 π.Χ.), στους «Νεανίσκους» του, αναφέρει ότι όταν πηγαίνει στην αγορά στέκει μαρμαρωμένος μπροστά στους ιχθυοπώλες και αναγκαστικά μιλάει σε αυτούς έχοντας το πρόσωπό του γυρισμένο :

[Διότι, αν δω πόσο ζητούν για ένα μικρό ψάρι, ξακάθαρα παγώνω]
«αν ίδω γαρ ηλίκον ιχθύν όσου τιμώσι, πήγνυμαι σαφώς»[24]


Τεμαχισμός ιχθύος. Λεπτομέρεια από
Σικελικό κρατήρα. Museo Mandralisca Cefalu.

Ο ποιητής κωμωδιών Δίφιλος στο έργο του «Πολυπράγμων» κάνει λόγο για έναν ιχθυοπώλη ο οποίος πωλούσε δέκα οβολούς το λαβράκι δίχως να λέει ποιας προελεύσεως. Εν συνεχεία, αν του πλήρωνε ο αγοραστής τα χρήματα αυτός εισέπραττε σε αιγινήτικα νομίσματα ενώ σε περίπτωση που εχρειάζετο να δώσει ρέστα τότε έδιδε αττικά νομίσματα, τα οποία είχαν μικρότερη αξία από τα αιγινίτικα, κερδίζοντας έτσι από τις συναλλαγές του και με τους δύο τρόπους [25].
Η εικόνα του «πονηρού» ψαροπώλη ο οποίος δεν εισπράττει εύκολα την εκτίμηση που επιθυμεί από τους αγοραστές αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και από τον Αντιφάνη, ο οποίος στο έργο του «Φιλοθηβαίος» λέει

[Δεν είναι παράξενο, αν κάποιος τύχει να πουλά
φρέσκα ψάρια, να μαζεύει τα φρύδια του αυτός,
να γίνεται σκυθρωπός και να μας μιλά,
ενώ αν είναι μπαγιάτικα, να αστειεύεται και να γελά;
Διότι αυτοί έπρεπε να κάνουν το εντελώς αντίθετο.
ο πρώτος έπρεπε να γελά και ο δεύτερος να  κλαίει.]

 «ου δεινόν εστι, προσφάτους μεν αν τύχη

πωλών τις ιχθύς, συναγαγόντα τας οφρύς
τούτον σκυθρωπάζοντά θ’ ημίν προσλαλείν,
εάν σαπρούς κομιδή δε, παίζειν και γελάν;
τουναντίον γαρ παν έδει τούτους ποιείν.
τον μεν γελάν, τον δ’ έτερον οιμώζειν μακρά» [26].

Η προσπάθεια να διατηρούνται και να φαίνονται φρέσκα τα ψάρια προς πώληση απασχολούσε τους αρχαίους ιχθυοπώλες. Κάποτε βγήκε νόμος που απαγόρευε στους ιχθυοπώλες να ραντίζουν τα ψάρια με νερό για να μην διατηρούν φρέσκια την εμφάνισή τους και κοροϊδεύουν τους ανυποψίαστους αγοραστές.

[καθώς δεν έχουν πια την δυνατότητα να ραντίζουν ό,τι πωλούν – τ’ απαγορεύει ο νόμος]
«επεί γαρ αυτοίς ουκέτ’ εστ’ εξουσία ραίνειν, απείρηται δε τούτο τω νόμω» [27].

Σύγχρονος αλιεύς.
ΦΩΤΟ: Nick Ifantis
Ο μιμογράφος από τις Συρακούσες Ξέναρχος, στο έργο του «Πορφύρα» λέγει ότι η συντεχνία των ιχθυοπωλών ήταν ιδιαίτερα φιλοσοφημένη. Αναφέρει δε παράδειγμα ιχθυοπώλη, ο οποίος βλέποντας να ξεραίνονται τα ψάρια του βρήκε τρόπο να τους πετάξει νερό παρά την απαγόρευση του νόμου. Άρχισε τάχα μια φιλονικία ανάμεσα στους πωλητές ώστε να αρχίσουν τα χτυπήματα. Κάποια στιγμή έδωσε την εντύπωση ότι δέχθηκε καίριο χτύπημα και παρέστησε ότι έπεσε λιπόθυμος ανάμεσα στα ψάρια.
Τότε:
[Κάποιος βάζει τις φωνές, «νερό, νερό». Αμέσως ένας άλλος ομότεχνός του σήκωσε μια κανάτα νερό και κάτι λίγο έχυσε επάνω του, ενώ άδειασε το σύνολο του πάνω στα ψάρια. Θα ’λεγες πως μόλις είχαν πιαστεί τα ψάρια]  «βοά δε τις «ύδωρ,<ύδωρ> ο δ’ ευθύς εξάρας πρόχουν των ομοτέχνων τις του μεν ακαρή παντελώς κατέχει, κατά δε των ιχθύων απαξάπαν. Είποις γ’ αν αυτούς αρτίως ηλωκέναι»[28].
Το γεγονός ότι τα ψάρια κόστιζαν ακριβά μαρτυρείται από πολλά έργα συγγραφέων και αρκετοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν ότι οι ιχθυοπώλες πλούτιζαν από την πώληση ιχθύων, εις βάρος του αγοραστού.

[Μα την Αθηνά, έχω παραξενευτεί με τους ιχθυοπώλες, πως δεν είναι πλούσιοι όλοι τους, αφού παίρνουν βασιλικούς φόρους <Β. Φόρους>μόνο; Δεν δεκατεύουν τις περιουσίες μας καθισμένοι στις πόλεις μας και δεν μας τις αρπάζουν ολόκληρες κάθε μέρα;]
«νη την Αθηνάν, αλλ’ εγώ τεθαύμακα τους ιχθυοπώλας, πως ποτ’ ουχί πλούσιοι άπαντες εισι λαμβάνοντες βασιλικούς φόρους. <Β. φόρους> μόνον; Ουχί δεκατεύουσι γαρ τας ουσίας εν ταις πόλεσι καθήμενοι, όλας δ’ αφαιρούνται καθ’ εκάστην ημέραν;»[29].

ΠΗΓΗ

Η Πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα

eroticscenes 



 Ο Φιλήμων ιστορεί πως ο Σόλων ίδρυσε πρώτος τα πορνεία στην Αθήνα, για να ανακουφίσει τους νέους που έφταναν στην ακμή, ο δε Νίκανδρος ο Κολοφώνιος γράφει πως ο Σόλων ίδρυσε και τον ναό της Πανδήμου Αφροδίτης στην Αθήνα, της προστάτριας του αγοραίου έρωτα, από τα κέρδη των πορνών που είχε εγκαταστήσει στα οικήματα.



Από ένα απόσπασμα του Ξενάρχου που διέσωσε ο Αθήναιος πληροφορούμαστε τον τρόπο λειτουργίας τους.


Αφού ο Ξέναρχος κατηγορήσει την νεολαία της εποχής του που τρώει τα λεφτά και τον καιρό της με μεγαλόμισθες εταίρες ή με ελεύθερες παντρεμένες γυναίκες διατρέχοντας τον έσχατο κίνδυνο να συλληφθεί, λέει πως θα μπορούσε να διαλέξει άλλον ευκολότερο και ασφαλέστερο δρόμο, την επίσκεψη στα πορνεία, όπου όπως μας αναφέρει, μπορεί κανείς να διαλέξει ελεύθερα όποια του αρέσει.


Στέκονταν σε παράταξη μέσα στους οίκους-«επί κέρως τεταγμέναι», όπως λέει χαρακτηριστικά, ημίγυμνες ή φορώντας διαφανείς χιτώνες, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα πάντα και να διεγείρονται οι πελάτες.


Η ταρίφα ποίκιλλε από σπίτι σε σπίτι ή από γυναίκα σε γυναίκα και ήταν κατά κανόνα ένας οβολός(το 1/6 δηλ. της δραχμής),αλλά μπορούμε να υποθέσουμε πως μπορούσε ο πελάτης να δώσει κάτι παραπάνω για να έχει ειδική περιποίηση).


Τα πορνεία στην Αθήνα ήταν εγκατεστημένα κυρίως στον Κεραμεικό που ήταν μέσα στην πόλη, κατά τον σχολιαστή του Αριστοφάνη, και ειδικότερα στις πύλες του Κεραμεικού, καθώς μας πληροφορούν ο Ησύχιος και η Σούδα. Τα περισσότερα, όμως, ήταν στο λιμάνι, στον Πειραιά, καθώς μας πληροφορεί ο Πολυδεύκης, μιας και ήταν χώρος, όπου έρχονταν έμποροι, ξένοι και ναυτικοί.
Οι πόρνες ντύνονταν παρδαλά κι αυτό δεν επιτρεπόταν για τις ελεύθερες γυναίκες.


Όταν έμπαινε ο πελάτης, η πόρτα έκλεινε. Μέσα στο δωμάτιο είχε συνήθως προθάλαμο.
Στους τοίχους υπήρχαν άσεμνες και διεγερτικές παραστάσεις, κατάλληλος διάκοσμος για τον χώρο. Τον χειμώνα είχαν κάρβουνα αναμμένα για ζεστασιά. Το κρεββάτι είχε σεντόνια και καλύμματα και μέσα έκαιγε λύχνος συνεχώς. Οι πελάτες κατά τα φαινόμενα προπλήρωναν.


Οι πόρνες ήταν δούλες, ξένες ή αιχμάλωτες πολέμου, ή αγορασμένες. Απαγορευόταν αυστηρά να εκδίδεται ελεύθερη.


Ο Θεόπομπος αναφέρει πως ο ρήτορας Κλέομις της Μήθυμνας τους μαστροπούς που προήγαγαν στην πορνεία ελεύθερες τους έδεσε μέσα σε σακκιά και τους έριξε μέσα στη θάλασσα να πνιγούν.
Οι προαγωγοί ή πορνοβοσκοί ήταν πρόσωπα ανυπόληπτα και λεγόντουσαν κι αλλιώς πόρνοι, πορνοσκόποι και εταιροτρόφοι. Νοίκιαζαν τα πορνεία και είχαν τις πόρνες καταβάλλοντας κάθε χρόνο το πορνικόν τέλος στο κράτος, ένα φόρο δηλαδή στο κράτος, καθώς μαθαίνουμε απ’ τον Αισχίνη.


Η ταρίφα των πορνών φαίνεται καθοριζόταν και πάλι απ’ το κράτος κι αυτό λεγόταν «διάγραμμα», όπως μας πληροφορεί η Σούδα, όπου οι αγορανόμοι καθώριζαν (διέγραφον) πόσο έπρεπε «λαμβάνειν την εταίραν εκάστην». Και στην Κω υπήρχε πορνικόν τέλος, όπως προκύπτει από μια πολύτιμη επιγραφή που καταγράφει τους φόρους του κράτους, μεταξύ των οποίων υπάρχει και ο φόρος των εταιρών. Το πορνικόν τέλος καταβαλλόταν στον πορνοτελώνη, τον τελώνη δηλαδή των δημοσίων πορνών.


Το πορνείο λεγόταν και οικίσκος, οίκημα (δηλ. το «σπίτι», όπως λέμε σήμερα), τέγος, παιδισκείον (από τα κοριτσάκια, τις παιδίσκες που είχε μέσα),κηλωστόν, χαμαιτυπίον (την ονομασία αυτή την πήρε απ’ τις λεγόμενες χαμαιτύπες, τις πόρνες δηλαδή που συνευρίσκονταν στο ύπαιθρο ξαπλώνοντας χάμω, δηλ. στο έδαφος.


Αργότερα φαίνεται σπιτώθηκαν κι έτσι απ’ αυτές πήρε την ονομασία και το σπίτι).Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία ακόμη φτηνότερων πορνών που έκαναν τη δουλειά στο ύπαιθρο ψαρεύοντας τους πελάτες στο δρόμο με διάφορα κόλπα, μεταξύ των οποίων ήταν να έχουν γραμμένα με καρφιά στα πέδιλα λέξεις που αποτυπώνονταν στο μαλακό έδαφος.


Σώθηκε ένα τέτοιο παπούτσι που γράφει με τα καρφιά τη λέξη ‘’ακολούθει’’, κάτι ανάλογο με τις σύγχρονες πόρνες που έχουν τυπωμένες καρτούλες με την διεύθυνση, τις οποίες πετάνε στον ανυποψίαστο πελάτη. Οι πόρνες αυτές λεγόντουσαν «λεωφόροι» (το ανάλογο με το σημερινό τροτέζα ή καλντεριμιτζού) ή «σποδησιλαύραι» (λαύρα είναι το δρομάκι, τα ο σοκάκι και σποδός η σκόνη), χαμαιτύπαι, χαλκιδίτιδες (από το πολύ ευτελές ποσό που έπαιρναν, ένα χάλκινο νόμισμα), χαμαιταιρίδες.


Συνευρίσκονταν στους σκοτεινούς δρόμους στην περιοχή του Φιλοπάππου, σε ψηλά επιτάφια μνημεία. Άλλες πήγαιναν σε ειδικά πανδοχεία που νοίκιαζαν γι’ αυτό το σκοπό δωμάτια ή σε ταβέρνες που λεγόντουσαν ματρυλλία ή μαστρύπια. Υπήρχαν πόρνες εγκατεστημένες στα λουτρά. Τέλος, στα συμπόσια καλούσαν αυλητρίδες, χορεύτριες (ορχηστίδες), ακροβάτιδες που πέρα απ’ το πρόγραμμα που παρουσίαζαν, δίνονταν πολύ συχνά για μικρή πρόσθετη αμοιβή στον έρωτα των ανδρών.


Οι εταίρες ήταν πόρνες πολύ όμορφες, ανωτέρου επιπέδου. Κατείχαν συνήθως υψηλή μόρφωση και μπορούμε να τις παρομοιάσουμε κατά κάποιο τρόπο με τις γιαπωνέζες γκέισες. Πολλές απ’ αυτές κέρδισαν την ελευθερία τους εξαγοράζοντάς την με τα κέρδη τους ή με χρήματα των εραστών τους.


Η τιμή τους κυμαινόταν από 1 δραχμή,δηλ.6 φορές περισσότερο από τις δημόσιες πόρνες, μέχρι αμύθητα ποσά. Το πόσο σοβαρή επίδραση άσκησαν στη ζωή της αρχαίας Ελλάδας φαίνεται από το ότι όλοι οι μεγάλοι άνδρες της αρχαιότητος είναι συνδεδεμένοι με εταίρες που φημίζονταν όχι μονάχα για την ομορφιά και την τέχνη του έρωτα, αλλά και το πνεύμα τους.


Η Ασπασία έγινε σύζυγος του ισχυρότερου άνδρα της Αθήνας, του Περικλέους. Λέγεται πως έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του αθηναϊκού κράτους κι ο Πλάτων στον «Μενέξενο» αναφέρει πως εκείνη συνέθεσε τον επιτάφιο λόγο που εξεφώνησε ο Περικλής.


Η Τιμάνδρα ή Δαμασάνδρα, μητέρα της Λαΐδος, συνδέθηκε με τον Αλκιβιάδη, όπως και η περίφημη Θεοδότη η Αττική.
Η χορεύτρια Φίλιννα συνδέθηκε με τον βασιλιά Φίλιππο κι απέκτησε μαζί του τον Αρριδαίο που βασίλεψε μετά τον Αλέξανδρο.
Η Μανία και η Λάμια ήταν οι περίφημες εταίρες του Δημητρίου Πολιορκητή.
Η Δημώ συνδέθηκε με τον βασιλιά Αντίγονο.

Η Μύστα και η Νύσα συνδέθηκαν με τον βασιλιά Σέλευκο.
Η Λαΐς είχε δεσμό με τον ζωγράφο Απελλή, τον φιλόσοφο Αρίστιππο και τον Διογένη τον Κυνικό.
Η Φρύνη με τον ρήτορα Υπερείδη.
Η Μιλτώ με το βασιλιά της Περσίας Κύρο.
Η Θαΐς ήταν η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και είναι αυτή που έκαψε το ανάκτορο της Περσέπολης σ’ ένα γιορταστικό συμπόσιο.
Η Γλυκέρα είναι η περίφημη ερωμένη του Μενάνδρου.
Η Λαμπιτώ η Σαμία συνδεόταν με τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
Η Σινώπη με τον Ιεροφάντη των Ελευσινίων Μυστηρίων Αρχία.
Η Λεόντιον ήταν η συντρόφισσα του Επίκουρου.
Η Αγαθόκλεια ήταν η φίλη του Πτολεμαίου του Δ’.
Η Μανία ήταν η ερωμένη του ολυμπιονίκη στο παγκράτιον Λεοντίσκου. Το 13ο βιβλίο του Αθήναιου μας δίνει πλήθος ονόματα, ανέκδοτα και περιστατικά από τις διάσημες εταίρες της αρχαιότητας.
Η ιεροδουλεία ήταν ένας θεσμός, κατά τον οποίο γυναίκες, αλλά ορισμένες φορές και άνδρες ασκούσαν στους ναούς την Ιερή Πορνεία.


Δύο είναι τα είδη της .Το πρώτο περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες που είναι υποχρεωμένες, πριν παντρευθούν, να διακορευθούν μέσα στο ναό προς όφελος της θεάς, στην οποία ανήκει ο ναός.
Το δεύτερο, που είναι μετεξέλιξη του πρώτου και προφανώς επιβλήθηκε με την επικράτηση της πατριαρχίας και της ζηλοτυπίας του άνδρα που θέλει η γυναίκα του να μη σμίγει με κανένα, έστω και με θεό σε ναό, αφορά εκείνες τις γυναίκες που υπηρετούν στο ναό είτε ως σκλάβες είτε επειδή είναι ταμένες είτε γιατί έχουν έλθει με τη θέλησή τους και η ιερά πορνεία που ασκούν είναι σε μόνιμη επαγγελματική βάση.


Η ιεροδουλεία, θεσμός πανάρχαιος και θρησκευτικός, ήταν απλωμένη σ’ όλο το χώρο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.


Στην Κύπρο ήταν ανεπτυγμένη, όπως μας πληροφορούν οι Κλέαρχος Σολεύς και ο Ιουστίνος, ο οποίος αναφέρει επίσης ότι οι Επιζεφύριοι Λοκροί σε κρίσιμες στιγμές πολέμου πόρνευαν τις θυγατέρες τους στον ναό της Αφροδίτης.


Στην Άβυδο της Τρωάδος υπήρχε ιερό της Αφροδίτης Πόρνης. Στην Ελλάδα ξακουστό ήταν το ιερό της Αφροδίτης στην Κόρινθο που είχε περισσότερες από 1.000 ιερόδουλες εταίρες, τις οποίες είχαν αφιερώσει στη θεά άνδρες και γυναίκες. Γι’ αυτές συνέρρεε πλήθος κόσμου, όπως μαρτυρεί ο Στράβων, και πλούτιζε η πόλη. Οι καπετάνιοι των πλοίων σκόρπιζαν αφειδώς τα λεφτά τους και απ’ αυτό βγήκε η παροιμία «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον έσθ’ο πλους», δηλαδή δεν είναι εύκολο ταξίδι για τον καθένα η Κόρινθος.


Και υπήρχε αρχαίο έθιμο στην Κόρινθο, όταν επρόκειτο να προσευχηθεί η πόλη στην Αφροδίτη για ζητήματα υψίστης σημασίας, να προσκαλούν όσο το δυνατόν περισσότερες εταίρες να συνενώσουν την φωνή τους και να θυσιάσουν μαζί. Και για την πατριωτική τους στάση κατά την περσική εισβολή ανέγραψαν τα ονόματα των εταιρών σε δημόσια πινακίδα κι ο Σιμωνίδης τους αφιέρωσε επίγραμμα.


(Πηγή:«Περιοδικό Αρχαιολογία»)

Τί κατέστρεψε τήν Ἀτλαντίδα;



 Καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν Ἰνδῶν γράφουν ὅ,τι οἱ Ἕλληνες κατέστρεψαν τὴν Ἀτλαντίδα:

Τὸ ἱερὸ ἰνδουϊστικὸ βιβλίο Bhagavad Gita περιγράφει τὴν ἐξαιρετικὴ τεχνολογία ποὺ χρησιμοποιήθηκε σὲ ἕναν πόλεμο, μεταξὺ τῆς αὐτοκρατορίας Rama καὶ τῆς Ἀτλαντῖδος, περισσότερα ἀπὸ 10.000 πρίν.
Ὅταν οἱ σύγχρονοι ἐρευνητὲς διάβασαν τὸ Bhagavad Gita, τὸ ἀρχαῖο ἰνδικὸ ἔπος, νόμιζαν ὅ,τι διάβαζαν ἕνα σενάριον ἐπιστημονικῆς φαντασίας.

Ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ῥᾶμα ἦταν σὲ πόλεμο μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Ἀτλαντῖδος.
Εἶχαν ἕναν ἐξαιρετικὰ προηγμένο πολιτισμὸ καὶ ὅ,τι ἡ τεχνολογία τους ἦταν ἐκπληκτιτικὰ ὅμοια μὲ τὴν δική μας, μὲ τὶς σύγχρονες ἀνέσεις κλπ κλπ. 

Αὐτὸ ποὺ κάνει ἐντύπωση εἶναι ὅ,τι περιγράφονται ἀερόπλοια ποὺ χρησιμοποιοῦν ἀτομικὲς βόμβες.
Σύγχρονοι ἐρευνητὲς κι ἐπιστήμονες ἔχουν ἀνακαλύψῃ ὅ,τι πολλὲς ἀπὸ τὶς περιγραφὲς ποὺ γίνονται γιὰ αὐτὰ τὰ σκάφη καὶ τὰ ὅπλα, εἶναι παρόμοια μὲ τὴν τεχνολογία ποὺ ἔχουμε σήμερα, κι ὅ,τι σὲ μερικὲς περιπτώσεις εἶναι πιὸ προηγμένη ἀπὸ τὴν δική μας.

Αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὸ Bhagavad Gita εἶναι τεχνολογικῶς ὀρθά, ποὺ ἐὰν ἀναπαραχθοῦν, σύμφωνα μὲ αὐτα ποὺ γράφει, θὰ ἔχουμε κατασκευάσῃ μηχανὲς ποὺ πετοῦν, λένε οἱ ἐπιστήμονες.
Τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας Ῥᾶμα, γράφει τὸ ἱερὸ ἰνδουϊστικὸ βιβλίο Bhagavad Gita, βρισκόταν στὴν λεκάνη τῆς Μεσογείου, ἐπάνω ἀπὸ τὴν Βόρεια Ἀφρική. (Ἄρα μιλᾶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἄρα οἱ Ῥᾶμα ἦταν οἱ Ἕλληνες.) 

Τὸ ἔπος στὰ ἀρχαῖα σανσκριτικὰ λέει ἀκόμη ὅ,τι ἡ αὐτοκρατορία Ῥᾶμα εἶχε καταστρέψῃ μὲ ἐπιτυχία τὸν ἀρχαῖο πολιτισμὸ τῶν Ἀτλάντων.

Παραδόξως, ὑπάρχουν σὲ ἀρκετὰ μέρη, στὴν γῆ, ὅπως στὴν Ἀφρική, στὴν Μεσοποταμία, στὴν Ἰνδία κλπ σημάδια ἑνὸς ἀτομικοῦ πολέμου.

Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει ἕνας μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος, πρὸ 12.000 ἐτῶν. Ἕνας πόλεμος ποὺ ἐξάλειψε τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μεγάλου πολιτισμοῦ κι ἔφερε τὸν ἄνθρωπο πάλι στὴν Λίθινη ἐποχή, κάνοντάς τον νὰ ξεχάσει τὴν ἱστορία του, καὶ νὰ μείνουν ἀναμνήσεις μόνον στοὺς μύθους καὶ σὲ ὁρισμένα γραπτά, ὅπως τὸ ἰνδουϊστικὸ βιβλίο Bhagavad Gita.

Ἐπάνω ἰπτάμενο ἀντικείμενον, ὅπως τὸ περιγράφει τὸ βιβλίο Bhagavad Gita.

περιοδικὸ ἀναζήτησις

filonoi.gr

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η κατοικία των αρχαίων Ελλήνων

αρχείο λήψης (17) 


ΓΙΑ τις κατοικίες των αρχαίων Ελλήνων, πλουσίων και φτωχών, έχουμε γνώσεις ελιππείς ή ασαφείς ή αντιφατικές. Εντούτοις, πρόκειται για ένα θέμα που κινεί το ενδιαφέρον όχι μόνο του επιστήμονα αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα, αλλά και του κάθε ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί.
Σε γενικές γραμμές, η κατασκευή των σπιτιών γίνεται από φτηνά υλικά και η διάταξή τους είναι απλή και φυσική. Τα δωμάτια έβλεπαν σε εσωτερικές αυλές. Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια μικρή πλακόστρωτη αυλή. Η είσοδος ήταν συνήθως στη βόρεια πλευρά. Λόγω κλίματος, το σπίτι δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος κοινωνικών συναναστροφών. Μόνο κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν τα σπίτια να είναι προσεγμένα, κάτι που ως τότε συνέβαινε μόνο στους μεγάλους ναούς, στα δημόσια κτίρια και στα ανάκτορα.



Από τη γεωμετρική εποχή έχουμε ελάχιστα παραδείγματα, επειδή καταστράφηκαν οι περισσότερες κατασκευές. Μερικές υπάρχουν στο Εμποριό της Χίου και στα Βρουλιά της Ρόδου. Κτίσματα ανεξάρτητα ή σε παράλληλες σειρές συνιστούν μονόχωρα ή δίχωρα σπίτια με πρόδομο, κίονες και παραστάδες, θυμίζοντας μυκηναϊκό μέγαρο, με πρόχειρη όμως κατασκευή. Οι πρώτοι πυρήνες παρουσιάζουν τη βασική δομή που αναφέρεται στον Βιτρούβιο, δηλαδή τον τύπο της προστάδος (προστάς=προθάλαμος: βρισκόταν μπροστά από το κύριο δωμάτιο, τον “οίκο”) και εκείνον της παστάδος.
Από τα αρχαϊκά χρόνια, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού σπιτιού είναι η αυλή ή το αίθριο και η διάταξη των δωματίων με κέντρο και κύρια πηγή φωτισμού και αερισμού αυτόν τον υπαίθριο ή ημιυπαίθριο (όταν είχε στοά) χώρο.
Όπως μαθαίνουμε από τα γραπτά μνημεία, αυτή η τάση ενδοστρέφειας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τότε δομή της ελληνικής οικογένειας, στην κοινωνική θέση της γυναίκας και στην επιθυμία του άνδρα για απόλαυση της ιδιωτικής ζωής: Επιστρέφει στο σπίτι κουρασμένος μετά από την εργασία του στην πόλη και τη συνεχή παρουσία του στον χώρο της αγοράς και σε άλλους ανοιχτούς (και μη) δημόσιους χώρους, τρώει το φαγητό που έχει ετοιμαστεί και μετά κοιμάται. Ο ρόλος των δύο φύλων ήταν με σαφήνεια καθορισμένος. Η γυναίκα, αν δεν έβγαινε έξω για αγορές σχετικές με την οικιακή δραστηριότητα, έμενε στο σπίτι. Οι κοινωνικές δραστηριότητες όπου επιτρεπόταν η παρουσία της ήταν γάμοι ή κηδείες και άλλες συναφείς εκδηλώσεις. Πολλά σπίτια διέθεταν τον ειδικό χώρο των γυναικών, τον γυναικωνίτη, που είχε περισσότερα δωμάτια από τον χώρο των ανδρών, ενώ ο ανδρωνίτης ή ανδρώνας περιοριζόταν σε ένα δωμάτιο με προθάλαμο ή προστάδα. Ο χώρος ήταν ανάλογος με την ώρα παραμονής: Όσο περισσότερο έμενε το άτομο μέσα στο σπίτι, τόσο περισσότερο χώρο χρησιμοποιούσε. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε αυτό ότι η γυναίκα ήταν ευνοημένη επειδή χρησιμοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ούτως ή άλλως, είχε την ευθύνη για ολόκληρο το σπίτι. Η κυρίαρχη παρουσία της συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του σπιτιού με αξιοσημείωτη και μοναδική πρακτική λειτουργικότητα, με εκμετάλλευση των φυσιολογικών παραμέτρων, όπως του φωτισμού, και με εσωτερική ζωή.
Η λειτουργική διάρθρωση του αρχαιοελληνικού σπιτιού δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ένα σύγχρονο σπίτι. Το σπίτι της Ολύνθου με τα πολλά χρώματα δίνει ολοκληρωμένη εικόνα του κλασικού σπιτιού. Εξωτερικά μοιάζει με κλειστό οικοδόμημα, με μοναδικό άνοιγμα μια πόρτα στην ανατολική πλευρά. Μόλις αφήσουμε την είσοδο, μπαίνουμε στον θυρώνα. Αριστερά μας, βρίσκεται ο πιθεών (αποθήκη ή κελάρι) και δεξιά ο ανδρών, με προθάλαμο και κύριο δωμάτιο, που κοσμείται με μωσαϊκό δάπεδο και θρανία. Εδώ δειπνεί ο οικοδεσπότης με τους φίλους του, αφού πια κλείσει η αγορά. Βγαίνοντας από τον θυρώνα, περνάμε στην αυλή, στην οποία υπάρχει ο βωμός των οικιακών θεοτήτων: του Διός Ερκείου ή της Εστίας. Αριστερά, ο υπαίθριος χώρος επεκτείνεται. Δυτικά της αυλής βρίσκεται το οπτάνιο (=κουζίνα) και το λουτρό, ενώ ανοιχτά προς τον Νότο υπάρχουν οι θάλαμοι (τα υπνοδωμάτια), οι οποίοι αναπτύσσονται κατά μήκος της παστάδος.
Οι λειτουργικές αρετές αυτού του σπιτιού εντυπωσιάζουν τον σημερινό μελετητή. Η σύνθεση των χώρων γίνεται με κριτήριο το πρόγραμμα της καθημερινής ζωής. Οι διάφοροι χώροι, και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό, ομαδοποιούνται σε ζώνες: λειτουργίες της ημέρας (εργασία, επισκέψεις, οικογενειακό εντευκτήριο, γεύματα κ.τλ.) και της νύχτας (επίσημα γεύματα στον ανδρώνα, ανάπαυση και ύπνος στους θαλάμους κ.τλ.) αλλά και σε ζώνες όπου είναι σαφής η κοινωνική διαφοροποίηση των δύο φύλων ως στάση ζωής.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για τον εκδημοκρατισμό του κλασικού σπιτιού με την έννοια της ισομοιρίας (παροχή ίσου εμβαδού στους πολίτες, άρα διατήρηση δημοκρατικής ισότητας). Αυτό το θέμα μελετήθηκε εκτενώς από τους Γερμανούς ερευνητές Χόπφνερ και Σβάντνερ, στο βιβλίο τους “Wohnen in der klassischen Polis – Haus und Stadt im klassischen Griechenland” (=Zώντας στην κλασική πόλη – σπίτι και πόλη στην κλασική Ελλάδα). Η ισομοιρία ήταν ενδεχομένως ο στόχος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε το σπίτι του στρατηγού Μιλτιάδη να μη διαφέρει από εκείνα των μη διασήμων γειτόνων του όπως έγραψε ο Δημοσθένης. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να έχουμε ακριβή στοιχεία για τα σπίτια των “ανδρών επιφανών”, αλλά δυστυχώς διαθέτουμε ελάχιστα. Εκτός από αυτήν την αναφορά για τον Μιλτιάδη, υπάρχει απλή αναφορά στο σπίτι του Αριστείδη και του Αλκιβιάδη, για το οποίο διαθέτουμε και την πληροφορία ότι είχε ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Όμως δεν έχει σωθεί απολύτως τίποτα από τα σπίτια αυτά. Δεν φαίνεται όμως να διήρκεσε πολύ η προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου, αφού βλέπουμε μετά την ισομοιρία των οικοπέδων να γίνονται ακόμη πιο πολυτελείς οι κατοικίες των πλουσίων, μερικοί από τους οποίους ήταν διάσημοι και αναφέρονται και στους πλατωνικούς διαλόγους, όπως ο Κριτίας. Δηλαδή, όπως λέμε σήμερα, γίνονταν “οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι”.
Διαχρονικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού σπιτιού, με απαρχή τον πολιτισμό του Αιγαίου, είναι η εκμετάλλευση των φυσικών παραμέτρων, δηλαδή του εδάφους, του κλίματος και του προσανατολισμού. Αυτή η τακτική μεταφερόταν για πολλά χρόνια ως πρακτική εμπειρία από γενιά σε γενιά. Την πρώτη της θεωρητική διατύπωση αποκτά η συγκεκριμένη τακτική στο έργο “Περί Ανέμων, Υδάτων και Τόπων” του Ιπποκράτη, καθώς και στα έργα του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα.
Στην αναπαράσταση ενός άλλου κλασικού υποδείγματος σπιτιού από τη Μαρώνεια της Θράκης επιβεβαιώνονται αυτές οι προδιαγραφές, που μεταξύ άλλων οδηγούν και στην κατάλληλη κλίση της στέγης σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα μπαίνουν στο σπίτι και το θερμαίνουν, ενώ το καλοκαίρι δεν εισέρχονται στα δώματια και συνεπώς υπάρχει δροσιά. Πρόκειται για τις οικοδομικές προδιαγραφές του περίφημου σπιτιού του Σωκράτη, οι οποίες στηρίζονται στη γνώση των αστρονομικών και μετεωρολογικών φαινομένων, της τροχιάς του ήλιου στις 21 Δεκεμβρίου τον χειμώνα και στις 21 Ιουνίου το καλοκαίρι. Βάσει αυτών των δεδομένων, επιλέγονταν οι θέσεις των οικισμών και ο προσανατολισμός των σπιτιών. Οι έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν αρχαίες ελληνικές πόλεις των οποίων τα ανεμολόγια είχαν ελεγχθεί ώστε να επιλεγούν οι πόλεις αυτές αποκλειστικά ως χώροι οικισμού.
Οι αρχιτεκτονικές αυτές εμπειρίες μένουν αθάνατες. Περίτρανη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι τις συναντάμε και στο Βυζάντιο, στην “Εξάβιβλο” του Αρμενόπουλου, σε ένα σπίτι του 11ου αιώνα μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, στον βυζαντινό και μεσοβυζαντινό οικισμό στη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής, ακόμη μέχρι και το 1847 μ.Χ., όταν ο Γεώργιος Γαζής μιλάει πολύ απλά για τις αρχές των κλασικών Ελλήνων περί υγείας και ευημερίας του σπιτιού, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ γραπτά μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Σχεδόν μοιάζουν να ξαναζούν οι άνθρωποι στα αρχαία σπίτια σε αυτές τις αναφορές. Εδώ εντοπίζεται και η προσφορά του Ιππόδαμου Μιλήσιου στην αρχαιότητα: όχι στην εισαγωγή του καννάβου, που ήταν ήδη γνωστός, αλλά στη συστηματοποίηση και στη μεταφορά των φυσικών παραμέτρων του οικείν, από τη θεωρία στην πολεοδομική πράξη. Εξάλλου, οι λεξικογράφοι Ησύχιος και Φώτιος ονομάζουν τον Ιππόδαμο μετεωρολόγο και όχι αρχιτέκτονα, διότι ασχολείται με την επίδραση των μετεωρολογικών φαινομένων στην υγιεινή των σπιτιών.

Αθήναι
Οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Αθήνα κατά το τέλος των νεολιθικών χρόνων, μεταξύ 4500 και 4000 π.Χ. Τα διάσπαρτα ίχνη τους μαρτυρούν ότι διάλεξαν για μόνιμη εγκατάστασή τους την περιοχή του βράχου της Ακρόπολης. Στην αρχή, πιθανότατα δεν θέλησαν να κατοικήσουν στην κορυφή, αλλά γνωρίζουμε από ανασκαφές ότι είχαν διασκορπιστεί στη νότια και στη βόρεια κλιτύ του βράχου. Κατά καιρούς, ίσως να εγκαταστάθηκαν μερικοί και στα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικό στοιχείο προκειμένου για την ίδρυση οικισμού, αντλούνταν από τα 21 ρηχά πηγάδια βάθους τριών έως τεσσάρων μέτρων που είχαν ανοίξει στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου, εκεί που αργότερα υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερά θεμελιωμένη βάση, ενώ οι τοίχοι και οι στέγες ήταν κατασκευασμένα από κλαδιά δέντρων αλειμμένα με λάσπη. Στο μοναδικό δωμάτιό τους, υπήρχε η εστία, που ζέσταινε τον χώρο και χρησίμευε στο μαγείρεμα του φαγητού.
Άλλη ομάδα ανθρώπων εγκαταστάθηκε στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, ο οποίος αργότερα ισοπεδώθηκε, για να χτιστεί επάνω του ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από τα σπίτια αυτά δεν σώθηκε τίποτε απολύτως διότι κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση, αλλά η μορφή και η θέση του λόφου αναδεικνύουν την ιδανική τοποθεσία για την ίδρυση οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποτάμι και πεδινή έκταση στην περιφέρεια της τοποθεσίας με εύφορο χώμα που προοριζόταν για καλλιέργεια. Ανατολικά, ο λόφος του Ολυμπιείου είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε, διότι ένας του κάτοικος βρέθηκε θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής. Ο τάφος αυτός κι άλλος ένας στον Κεραμεικό, το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματα ότι οι κάτοικοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους κυκλαδικούς οικισμούς της υπόλοιπης Αττικής και ότι ακολουθούσαν πολλά δικά τους έθιμα.
Από τα λίγα αυτά ευρήματα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού Κόλπου, της Αίγινας και της Κέας. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις των πρώτων αυτών Αθηναίων με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Η πρώτη εποχή του χαλκού, δηλαδή από το 3200 ως το 2000 π.Χ., βρίσκει τους κατοίκους να είναι ακόμη έντονα επηρεασμένοι από τον νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό παραμένουν κλεισμένοι στον οικισμό τους αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με ολόκληρη πλέον την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Εννοείται πάλι, ότι ούτε από εκείνα τα σπίτια έχουν σωθεί ίχνη, αλλά τα κεραμεικά της εποχής μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις που είχαν επιλέξει, ενώ άλλοι διαμένουν και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο. Στην αρχαία αγορά υπήρχε ένα μονοπάτι με διεύθυνση προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Το μονοπάτι αυτό έγινε αργότερα δρόμος.
Μετά τα ελάχιστα και φτωχά αυτά κατάλοιπα κατοικιών, εντύπωση προκαλεί ο εμφανώς μεγαλύτερος αριθμός των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου, δηλαδή από το 2000 ως το 1600 π.Χ. Τα σπίτια, τα πηγάδια, οι εστίες, οι αποθέτες, οι τάφοι και τα κεραμεικά είναι όλα ευρήματα κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Βόρεια του Ερεχθείου ανακαλύφθηκε στρώμα κατοίκησης.
Στη νότια κλιτύ, σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο αποθέτες, ταφή σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμένους, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο απλοί τάφοι, και χαμηλότερα (προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου) ένας μεγάλος τάφος και δύο μικρότεροι. Παντού βρέθηκαν κεραμεικά, όχι μόνο εκεί, αλλά και στο Ολυμπιείο και στους πρόποδες του Αρείου Πάγου (εκεί βρέθηκαν και δύο αποθέτες που ήταν κατά τα φαινόμενα τμήμα μεγάλης κατοικίας).
Σε κανέναν οικισμό δεν κατοικούν οι άνθρωποι κλεισμένοι στον τόπο τους, αλλά αναπτύσσουν εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής την έκταση των επικοινωνιών τους.
Στα υστεροελλαδικά χρόνια στην Αθήνα, δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά έθιμα κατοίκησης, έστω αυτά τα λίγα που γνωρίζουμε, παρά την πολιτισμική αλλαγή. Επικρατούν ίδιες μορφές διάκοσμου με τα μυκηναϊκά σπίτια, για τα οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν σαφώς περισσότερες πληροφορίες. Οι κάτοικοι της υστεροελλαδικής Αθήνας μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη στην κουζίνα (και όχι μόνο) και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα και την Κρήτη, που τώρα ακριβώς αρχίζει να στέλνει μερικά προϊόντα της στην Αθήνα. Η έκταση του οικισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένη, τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι άρχισαν να χτίζονται σπίτια και μακρύτερα, δηλαδή οι κάτοικοι δεν δημιουργούσαν μόνο ένα συγκρότημα κατοικιών, αλλά περισσότερα. Ο οικισμός, του οποίου τα περισσότερα ίχνη βρίσκονται γύρω από τη στοά του Αττάλου, γενικά παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία. Όμως η κατοπινή επέκταση του οικισμού δηλώνει ότι ο οικισμός είχε πάψει πια να είναι ενιαίος και συνεχής, επειδή το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθός του ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Για να προσεγγίζουμε πιο σωστά την πραγματικότητα, θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή “κατά κώμας”, όπως θα έγραφε και ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα στα δυτικά της Ακρόπολης, άλλα στα ανατολικά του Μουσείου, άλλα κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπιείο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι υπήρχε ποιοτική αντιστοιχία στον τρόπο οικοδόμησης των κατοικιών.
Εδώ κρίνουμε απαραίτητη μια ενδιαφέρουσα σημείωση ιστορικής αξίας: η “κατά κώμας” οργάνωση του πληθυσμού οδηγεί στον συλλογισμό ότι η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ήναι, είναι πολύ πιο παλιά από τα ιστορικά χρόνια και εκφράζει πληθυντικό αριθμό. Ίσως ο πληθυντικός αναφέρεται σε αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που στο σύνολό τους απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι. Η διαίρεση διατηρείται και στα ιστορικά χρόνια και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν για τη θέση παλιότερα ονόματα όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Δημιουργούνται νέοι οικισμοί. Οι Αθηναίοι μετακινήθηκαν προς τις παραθαλάσσιες περιοχές. Οι οικισμοί που ίδρυσαν εκεί, τα σημερινά Αλυκή Βούλας, Βάρκιζα, Φάληρο, ευημερούν. Στα παλιά σπίτια έμεναν οι πιο συντηρητικοί και εξακολούθησαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό. Αραιά και σπάνια είναι τα εισαγόμενα από τη μακρινή γη Χαναάν προϊόντα, αλλά οι σχέσεις με την Κρήτη πολύ πιο τακτικές. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα με την Κρήτη και τον Μινώταυρο ειδικότερα, όμως δεν υπάρχει ουσιαστική μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το βόρειο τμήμα της Αθήνας, το οποίο έχει εύκολη πρόσβαση στην Ακρόπολη, χρησιμοποιείται εντονότερα. Οι κάτοικοι κυκλοφορούν στο μονοπάτι που αργότερα γνωρίζουμε ως Περίπατο.

Μινωική Κρήτη
Οι Κρητικοί είχαν χάσει για πολλά χρόνια κάθε μνήμη νομαδικού κράτους και της κυκλικής νομαδικής καλύβας που ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος κατοικιών τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα ευρήματα που υπάρχουν στη διάθεσή μας: εάν όμως υποθέσουμε ότι οι λίγοι κυκλικοί τύμβοι, που χρονολογούνται από το 2700 ως το 2000 π.Χ., απηχούν τις παραδόσεις του θρησκευτικού συντηρητισμού, τότε μόνο θα μπορέσουμε να υποθέσουμε ότι τελικά δεν είχε χαθεί απόλυτα η νομαδική ζωή. Παρ’ όλο που είναι κάπως αποσυντεθειμένα, τα ευρήματα της Κνωσού δείχνουν ότι η αρχική μορφή των κατοικιών ήταν κυκλική και υπήρχε περίφραξη από βέργες που είχαν χρωματικά επιχρίσματα. Αλλά αυτό είναι απλώς μια εικασία που γίνεται επειδή οι μελέτες έχουν καταδείξει ότι η κατάσταση στην Κρήτη έμοιαζε με αυτήν της Αιγύπτου. Τα σπίτια εκεί ήταν κατά τα φαινόμενα κυκλικά, αλλά πολύ καιρό πριν από τις δυναστείες, δηλαδή γύρω στο 4700 π.Χ., οπότε και τα σχέδια με καμπύλες άρχισαν να εγκαταλείπονται και γίνεται εμφανής η προτίμηση προς το τετραγωνικό σπίτι: Άλλωστε, τα σπίτια στην Κρήτη είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζονται με βάση σχεδίου το τετράγωνο.
Κατά τη μετάβαση από την Προνεολιθική εποχή στην Πρωτομινωική Περίοδο 1 ή Προανακτορική Περίοδο δεν έχουμε να σημειώσουμε σημαντικές μεταβολές στην Κρήτη. Για παράδειγμα, μια τυπική μορφή σπιτιού αποτελούνταν από δύο δωμάτια: ένα είδος αίθουσας υποδοχής, που έβλεπε έξω κι ένα εσωτερικό υπνοδωμάτιο, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από τα ελάχιστα ίχνη κατοικιών. Εξάλλου, οι σπηλιές ακόμη εξακολουθούσαν να χρησιμεύουν ως κατοικίες.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 2 συνεχίζεται η σπανιότητα των ευρημάτων, με μοναδικό άξιο λόγου εύρημα το σπίτι ανατολικά του χωριού Βασιλική στο Λασίθι της Ανατολικής Κρήτης. Η ανασκαφή του έγινε από Αμερικανούς. Βρίσκεται στην κορυφή ελαιόφυτου λόφου.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 3 δεν έχουμε τίποτα ουσιαστικότερο να επισημάνουμε, εκτός από ευρήματα καλυβών ευτελέστερου υλικού. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι.
Ασφαλώς θα υπήρχαν και άλλοι τύποι κατοικιών, όπως αυτή της Μαγκασάς, της οποίας η μορφή είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Αυτή η μορφή έχει διατηρηθεί σε οστεοφυλάκια στο ανατολικό Παλαίκαστρο ή στη νησίδα Μόχλο.
Καθώς ο πολιτισμός εξελισσόταν, και συγκεκριμένα κατά τη μετάβαση από την Πρωτομινωική στη Μεσομινωική Περίοδο, μερικοί αρχαιολόγοι υπέθεσαν ότι μια διείσδυση νέων φύλων ήταν το αίτιο απότομης ανέλιξης και ωριμότητας των εικαστικών τεχνών. Η Κρήτη ακτινοβολεί ως την Αίγυπτο, ενώ μειώνεται η επαφή με την Ανατολή.
Τα σπίτια άρχισαν να περιλαμβάνουν επιπρόσθετα δωμάτια, τα οποία και επεκτείνονταν σε μεγαλύτερης έκτασης χώρους, αρχίζοντας να θυμίζουν το συνονθύλευμα παρατιθέμενων χώρων που συνέθεταν τον λαβύρινθο του Μινώταυρου (επί παραδείγματι, η αγροτική έπαυλη στο Βαθύπετρο). Καθώς με τέτοια περίπλοκα σχέδια ήταν αδύνατον να μπαίνει στο σπίτι φυσικό φως από παντού, χρησιμοποιήθηκαν οι κεντρικές αυλές και επιπρόσθετες πηγές φωτός. Η σχετική τάση ήταν να κατασκευάζονται πλατιές αλλά όχι βαθιές μονάδες χώρου με δύο ή περισσότερες πόρτες. Στα πιο απαιτητικά σπίτια (παραδείγματα πλούσιων σπιτιών ανιχνεύονται στα Γουρνιά ή στο Παλαίκαστρο) ακόμη και το 2000 π.Χ. ξύλινοι κίονες επέτρεπαν τη διάνοιξη δωματίων με μεγαλύτερο βάθος σε όλους του ορόφους εκτός από το ισόγειο. Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι περιπεπλεγμένες και ακανόνιστες διατάξεις μπορούσαν να εφαρμοστούν επειδή οι στέγες ήταν επίπεδες. Μερικά από αυτά τα σπίτια διέθεταν και εσωτερικά κλιμακοστάσια. Στις πόλεις, όπου οι χώροι ήταν κάπως πιο περιορισμένοι, τα σπίτια ήταν ισοϋψή. Τα πλακίδια από φαγεντιανή που βρέθηκαν στην Κνωσό ανήκουν σε σπίτια διώροφα ή ακόμη και τριώροφα, με επίπεδο δώμα, χτισμένα πριν από το 1700 π.Χ. που έγινε η μεγάλη καταστροφή. Τα ισόγεια ήταν άδεια και διέθεταν μία ή δύο πόρτες συμμετρικά τοποθετημένες. Παράθυρα είχαν όλοι οι όροφοι εκτός από το ισόγειο. Εκτός από την Κρήτη, τέτοια σπίτια, με τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, έχουν βρεθεί στην Κόρινθο, στον Ορχομενό, στην Ολυμπία, στο Λιανοκλάδι, στο Ναύπλιο, στα Σπάτα, στην Αθήνα κοντά στον Άρειο Πάγο και κοντά στην Αρχαία Αγορά, καθώς και στη Μυτιλήνη, στη Μήλο, στην Πάρο και στην Αμοργό.
Για την Κνωσό, καθώς και τη Φαιστό και τα Μάλια, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρχαν κοντά στα ανάκτορα επαύλεις οι οποίες ήταν εξαρτημένες από τον ανακτορικό πυρήνα και χρησίμευαν ως κατοικίες των προσώπων που είχαν υπηρεσία στα ανάκτορα ή ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί, ιερείς ή διοικητικοί υπάλληλοι. Για τα σπίτια κοντά στα Μάλια έχουμε σχέδια, τα οποία είναι μάλλον φανταστικά.
Άλλες αγρεπαύλεις ή κατοικίες πλουσίων, που αποτελούσαν το διοικητικό σώμα της μινωικής κοινωνίας, βρίσκονται κατά κανόνα μόνο στην ύπαιθρο. Μερικές από αυτές είναι πολύ αξιόλογες.
Η έπαυλη που ανέδειξαν οι ανασκαφές ανατολικά του Ηρακλείου, όχι μακριά από την πόλη, στην Αμνισό, φαίνεται ότι βρισκόταν σε σπουδαίο σημείο, επειδή εκεί κοντά θα πρέπει να υπήρχε ολόκληρη πόλη. Αυτός ο ισχυρισμός είναι μάλλον σωστός, διότι η Αμνισός ήταν το επίνειο της Κνωσού, στις εκβολές του Καιράτου ποταμού. Προχωρώντας από την είσοδο προς το εσωτερικό σε έναν διάδρομο σε σχήμα S, μπαίνουμε σε έναν μικρό χώρο που θα ήταν θυρωρείο ή φυλάκιο. Δίπλα στο δωμάτιο αυτό ήταν το μαγειρείο. Βγαίνοντας από εκεί στις πλακόστρωτες αυλές, μπαίνουμε στον κύριο χώρο του σπιτιού μέσω του πολυθύρου. Το πολύθυρο είναι χαρακτηριστικό σημείο της μινωικής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από την παράπλευρη παράθεση ίσων ανοιγμάτων, χωριζομένων με ιδιότυπη κάτοψη πεσσών, μορφής διπλού Τ. Με το πολύθυρο επιτυγχάνεται ο φωτισμός και ο αερισμός του εσωτερικού. Στο κοίλωμα των πεσσών αναδιπλώνονται τα φύλλα της πόρτας, που μπορούν να κλείσουν κατά περιστάσεις, π.χ. όταν έχει κρύο. Υπήρχαν κι άλλοι χώροι προς δυσμάς του εξετασθέντος τμήματος, οι οποίοι θα ήταν ποικίλων χρήσεων.
Μία άλλη τέτοια έπαυλη βρίσκεται στη θέση Νίρου Χάνι ή Κοκκίνη Χάνι, αλλιώς Αρμυλίδες, προς τα ανατολικά, σχεδόν επί της εθηνικής οδού προς τον Άγιο Νικόλαο. Πολύ νωρίς ο Κρητικός αρχιτέκτονας αντιλήφθηκε ότι η εφαρμογή της ορθής γωνίας είχε σοβαρά πλεονεκτήματα έναντι κάθε άλλης, γιατί οι χώροι έπαυαν να έχουν μορφολογικές ασάφειες. Αυτό αναμφίβολα προέρχεται από την έμφυτη στον άνθρωπο ύπαρξη της έννοιας της γεωμετρίας. Η ευθύγραμμη τοιχοποιία εκτελείται σύντομα και με μεγάλη ευχέρεια. Απόκλιση από την ευθεία δικαιολογείται όταν αδήριτες τοπογραφικές ανάγκες την επιβάλλουν. Το φαινόμενο της απόκλισης είναι σύνηθες και πασιφανές στις λαϊκές κατασκευές της περιοχής, αλλά και σε περιόδους τέχνης όπου η τήρηση απόλυτης κανονικότητας δεν υπερέβαινε ορισμένα χαμηλά και πολύ ελαστικά όρια, σύμφωνα με άλλες γενικότερες και βαθύτερης σημασίας κοσμοθεωρίες. Έτσι, στο Νίρου Χάνι επαναλαμβάνονται αυτά τα στοιχεία, οι κλίμακες, οι χώροι υποδοχής, οι αποθήκες με τους πίθους κ.λπ., σε μια φαινομενική αταξία. Σε ένα από τα δωμάτια υπάρχει ένα χτιστό θρανίο. Σε δωμάτια ιδιαίτερης σημασίας, το δάπεδο γίνεται πλουσιότερο, αποτελούμενο από πλακόστρωση γυψολίθων. Τα σχέδια είναι απλά γεωμετρικά και η διακοσμητική των υλικών διαφοροποιείται. Σε άλλο χώρο, ορθομαρμάρωση καλύπτει την κοινή λιθοδομή. Η γενική κατασκευή των τοίχων είναι απο αργολιθοδομή που καλύπτεται από κονίαμα.
Κλείνοντας, αναφερόμαστε στο συγκρότημα κατοικιών της Τυλίσου, μινωικής πόλης δυτικά του Ηρακλείου. Οι χώροι παρατίθενται και δεν συντίθενται. Καθένας συγκολλάται στον προηγούμενο χωρίς έλλογη λειτουργικότητα. Ως ένα σημείο, η παραθετική συνάρτηση προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη μελέτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, με νοοτροπία επίλυσής τους προσεγγίζουσα τη μινωική. Ιδιαίτερα, παρατηρούμε ότι στο εσωτερικό των σπιτιών της Τυλίσου διατάσσονται κατά τις ανάγκες οι αυλές ή οι φωταγωγοί, παρέχοντας το απαραίτητο φως και τον αέρα στους πολύ σημαντικούς παράπλευρους χώρους, τα λεγόμενα κατά πρωθύστερο σχήμα στον Όμηρο “μέγαρα”, δηλαδή τις αίθουσες όπου διέμενε ο κύριος του σπιτιού και τις αίθουσες επισκέψεων. Απαραίτητοι χώροι ήταν οι αποθήκες. Βορειοανατολικά, υπήρχε μια κυκλική δεξαμενή που συνέλεγε όμβρια ύδατα, καθώς και τα ύδατα που μεταφέρονταν από τα υδραγωγεία και από την πηγή του Αγίου Μάμαντος, όπως την ξέρουμε σήμερα. Οι πλακοστρώσεις των διαδρόμων και των αυλών ήταν από ψηφιδωτό με ευρείς αρμούς, φτιαγμένο με κόκκινο γύψινο κονίαμα.

Μυκήνες
Πιθανότατα μια εισβολή από την κεντρική ελλαδική περιοχή ήταν η αιτία που ώθησε στην κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού πριν από το 1400 π.Χ. και τελικά στη μυκηναϊκή επικράτηση, αφού όλο το Αιγαίο περιήλθε στη μυκηναϊκή κυριαρχία. Ο σχεδόν ενιαίος μυκηναϊκός πολιτισμός, πέρα από τις κατά τόπους μορφολογικές διαφοροποιήσεις, επικάλυψε τους προκατόχους του στην Κρήτη και στα υπόλοιπα νησιά. Ύστερα, οι άποικοι τον εισήγαγαν στις ακτές της Μικράς Ασίας και στην Κύπρο. Δυστυχώς, μια καταστροφή το 1260 π.Χ. εσήμανε και το τέλος της ευημερίας. Οι Μυκήνες, παρ’ όλο που υπέστησαν ασυνήθιστα σοβαρές ζημιές, παραμένουν στα ίδια αξιολογικά επίπεδα με άλλες πόλεις που συγκέντρωναν στους κόλπους τους εξουσία.
Η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική των τριών τελευταίων αιώνων της εποχής του χαλκού έχει να παρουσιάσει εξαιρετική αντίθεση με όλα τα άλλα είδη στην κυρίως Ελλάδα και η διαφοροποίηση αυτή την καθιστά μεγαλειώδη.
Τα σπίτια της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 1 και της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 2, όπως έδειξαν οι σχετικές ανασκαφές, οικοδομήθηκαν με τις ίδιες αρχές όπως τα σπίτια των μεσοελλαδικών χρόνων. Οι φυσικές ανοιχτές τοποθεσίες ήταν αρκετά αναπεπταμένες ώστε να περικλείουν είτε πολλά σπίτια είτε ένα μεγάλο ανάκτορο. Σίγουρα όμως άλλος χώρος προοριζόταν για να περιλαμβάνει τις κατοικίες, άλλος την αγορά, άλλος τις βιοτεχνίες. Κάθε χώρος είχε τον ακριβή προσδιορισμό του.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι το εσωτερικό του σπιτιού των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων είχε μεγάλες επιρροές από τη μινωική αρχιτεκτονική κατοικίας. Κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε κυρίως στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 1 και στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 2, αλλά κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού: μοιάζει δηλαδή η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική να αποτίει φόρο τιμής στον προηγούμενο μεγάλο αυτόν πολιτισμό. Οι καλλιτέχνες θα πρέπει να είχαν έρθει από την Κρήτη μετά την κατάρρευση, για να δημιουργήσουν με μινωική τεχνική, αλλά μυκηναϊκή αισθητική. Το υλικό ήταν συνήθως πλίνθοι που είχαν ξεραθεί στον ήλιο πάνω σε βάση χαλικιών που τα είχαν κολλήσει σε πηλό. Ένα πλαίσιο κάθετων και οριζόντιων δοκών ενίσχυαν τους τοίχους. Για το ισόγειο και για τα δωμάτια που προορίζονταν μόνο για ενδοοικογενειακή χρήση, όχι δηλαδή για επισκέψεις ή επίσημες εκδηλώσεις, η επιφάνεια των τοίχων προστατευόταν με κάποια μονωτική επάλειψη, συνήθως από αργιλλόχωμα ενισχυμένο με άχυρο. Στα επίσημα δωμάτια, χρησιμοποιούσαν άσβεστοκονίαμα και διακοσμούσαν τους τοίχους με τοιχογραφίες. Οπουδήποτε είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, ήταν γυμνό, δηλαδή, χωρίς επιπλέον υλικό για επικάλυψη. Τα δάπεδα ήταν συνήθως από ασβεστοκονίαμα και μερικές φορές ζωγραφισμένα. Τα παράθυρα ήταν μικρά. Οι πόρτες ήταν ξύλινες και δίφυλλες. Ξύλινοι και λίθινοι κίονες υποβάσταζαν τις πάντοτε επίπεδες στέγες. Το λουτρό ήταν από πηλό. Υπήρχαν θρανία στις αίθουσες αναμονής και στους εξώστες, καθώς και μαγκάλια που έκαιγαν ξυλάνθρακα στην κουζίνα ή στην εστία. Η αίθουσα αναμονής και η εστία είναι μάλλον τα αντιπροσωπευτικότερα σημεία του σπιτιού. Τα περισσότερα καλλιτεχνικά χαραστηριστικά βάσει των οποίων έχουν δημιουργηθεί είναι μινωικά. Υπάρχει, εντούτοις, ένα χαρακτηριστικό που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη Συρία ή τη Μικρά Ασία, και αυτό είναι η χρήση τεράστιων ογκόλιθων στα κατώφλια των κύριων διαδρόμων (αν και δείγματα τέτοιου είδους γνωρίζουμε ότι εκτός από τη Συρία και τη Μικρά Ασία έχουν βραθεί και σε περιοχές της Κρήτης όπως τα Μάλια και η Φαιστός). Πάνω στους ογκόλιθους υπήρχαν ξύλινες στρόφιγγες επικαλυμμένες με φύλλα χαλκού. Με τις στρόφιγγες αυτές άνοιγαν οι πόρτες.
Αρκετές πληροφορίες διαθέτουμε και για τα σπίτια της Υστεροελλαδικής Περιόδου 3. Οι φτωχοί εξακολούθησαν να ζουν σε καλύβες με ένα ή δύο δωμάτια, χτισμένα συνήθως με πλίνθους που είχαν ξεραθεί στον ήλιο. Οι ανασκαφές όμως έφεραν στο φως και πολλά μεγαλύτερα σπίτια. Για το χτίσιμό τους, χρησιμοποιούσαν τις ίδιες πλίνθους, που ήταν εύχρηστες και φτηνές. Πάντως, τα μεγαλύτερα σπίτια και οι επαύλεις ανήκαν στους διαδόχους και κληρονόμους των βασιλικών οικογενειών.
Για την παρεμπόδιση της εισροής καπνού από το περιβάλλον μέσα στο σπίτι, υπάρχει η θεωρία ότι τα θολωτά σπίτια με αψίδα θα πρέπει να είχαν έναν κενό χώρο προς την άκρη του θόλου που να κρατούσε τον καπνό προς τα έξω και επομένως να πρστατευόταν τουλάχιστον το ισόγειο.
Η εστία καταλάμβανε κεντρική θέση στο σπίτι και την περιτριγύριζαν κίονες. Οι κίονες προσέδιδαν ιερότητα στον χώρο. Ο διάκοσμος ήταν απόλυτα επηρεασμένος από την κρητική τέχνη. Βέβαια, τα κρητικά σπίτια δεν είχαν εστίες, οι οποίες είναι το σήμα κατατεθέν για κάθε μυκηναϊκό σπίτι.
Ένα άλλο τυπικό χαραστηριστικό αυτών των σπιτιών για το οποίο έχουμε κάποια στοιχεία είναι η αίθουσα αναμονής. Η αίθουσα αυτή ήταν κατασκευή της οποίας η σύλληψη ήταν κυρίως μινωικής ή μικρασιατικής τέχνης. Η πιθανότερη εκδοχή είναι η πρώτη. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στα περισσότερα σπίτια των χρόνων που ακολούθησαν έπαψε να υπάρχει αυτό το δωμάτιο.
Το “Σπίτι με τις κεκλιμένες διόδους” και το “Νότιο Σπίτι”, όπως ονομάστηκαν δύο συγκεκριμένα σπίτια που ανέδειξαν οι ανασκαφές στις Μυκήνες, πρέπει να ανήκαν σε άτομα της μεσαίας τάξης. Και στα δύο υπήρχε ένα δωμάτιο με πολλά λατρευτικά αντικείμενα. Τα δωμάτια αυτά λειτουργούσαν ως δημόσια ιεροφυλάκια και διέθεταν επίσης βωμό. Εκεί διεξάγονταν και ορισμένες λατρευτικές τελετές. Και τα δύο σπίτια χωρίζονταν σε τέσσερα τμήματα με διασταυρούμενους περίπου στο κέντρο της κατοικίας τοίχους. Ένας ανοιχτός εξώστης καταλάμβανε περίπου τη μισή πρόσοψη κάθε σπιτιού. Υπήρχαν διάδρομοι που κατέληγαν σε πόρτα και στο μπροστινό και στο πίσω του εξώστη, αλλά το δωμάτιο στην πίσω πλευρά ήταν ούτως ή άλλως ασήμαντο, ενώ το μπροστινό μέρος ήταν ένα είδος αίθουσας αναμονής επισκεπτών, σχεδιασμένη με αρχιτεκτονική που προσιδίαζε σε τεχνική μεγάρου. Αυτά τα σχέδια μάλλον ήταν κυκλαδικής προέλευσης, αφού οι Κυκλάδες είχαν προηγουμένως επηρεαστεί από την τέχνη της μινωικής Κρήτης. Σε ένα άλλο σπίτι, το “Σπίτι με τα Είδωλα”, βρέθηκε ένα ακανόνιστα διατεταγμένο ιεροφυλάκιο, το οποίο αναγνωρίστηκε από τη ζωγραφική που το διακοσμούσε και από τα πήλινα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στον χώρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτού του είδους τα ιεροφυλάκια βρίσκονταν συνήθως στα οχυρωμένα παλάτια των Μυκηνών, σαν ένα επιπλέον μέτρο ισχυροποίησης του άβατου χαρακτήρα των παλατιών, προστασίας της ιερότητας των ναϋδρίων ως αυτόνομων θρησκευτικών χώρων και διασφάλισης της τάξης και της ηρεμίας των ενοίκων.

Ο Όμηρος αποδεικνύει την ιστορική αλήθεια
για τα μυκηναϊκά σπίτια

Οι κατοικίες ήταν κατεστραμμένες για εκατό χρόνια, δηλαδή από τον δωδέκατο ως τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να μετακινηθούν στα αναπτύγματα που γνωρίζουμε ως πόλεις-κράτη. Τα ομηρικά έπη διατήρησαν εκπληκτικά ένα διάσπαρτο αρχείο της μυκηναϊκής ζωής. Το αρχείο αυτό είναι εντυπωσιακά ακριβές, ειδικά οι αρχιτεκτονικές περιγραφές, σύμφωνα και με τις πραγματικές επιστημονικές ανακαλύψεις της ιστορίας για την εποχή αυτή. Κατά τα φαινόμενα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος ενσωμάτωσε στο έργο του το πληροφοριακό υλικό από τραγούδια των χρόνων ανάμεσα στην εποχή του χαλκού και του σιδήρου, κυρίως πιο κοντά στην πρώτη. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι οι απτές υλικές αποδείξεις είναι ελάχιστες, αλλά η διασταύρωση των στοιχείων του Ομήρου με αυτά των τραγουδιών και άλλων γραπτών μνημείων της εποχής δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Άλλωστε, τα γραπτά μνημεία αποτελούν περίτρανη απόδειξη ιστορικών πραγματικοτήτων. Η λέξη “οίκος” εμφανίζεται στον Όμηρο πρώτη φορά στην Οδύσσεια, και συγκεκριμένα στον 18ο στίχο της ιθ’ ραψωδίας. Σε επιπλώσεις, ο Όμηρος αναφέρει χρήση γυαλισμένου ξύλου. Λέει ότι τα λουτρά βρίσκονταν πάντα στο ισόγειο και οι γυναικωνίτες πάντα σε πάνω όροφο. Οι γυναικωνίτες διέθεταν δική τους εστία. Στο δώμα των σπιτιών άφηναν τα φαγητά για να ζεσταθούν με τον ήλιο. Το πολύτιμο γαλάζιο υλικό που λέει ο Όμηρος ότι ακτινοβολούσε πρέπει να ήταν ένα είδος εφυάλωσης. Το υλικό αυτό έδινε λάμψη στις χαραγμένες παραστάσεις των διαζωμάτων και των ζωφόρων. Οι τοίχοι μερικές φορές καλύπτονταν με χρυσάφι ή ασήμι ή χαλκό: ο ποιητής δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε ότι “λαμποκοπούσαν σαν τον ήλιο και το φεγγάρι”.


Πως ήταν κατασκευασμένη η Αρχαία Ελληνική Οικία


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Floating Vertical Bar With Share Buttons widget by Making Different