
Στις 10 Ιουνίου 323 π.χ. πέθανε στη Βαβυλώνα ο Μέγας Αλέξανδρος – ο Μέγιστος των Ελλήνων – σε ηλικία 33 ετών. Ο Αλέξανδρος Γ’ γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα, την πρωτεύουσα τότε του Μακεδονικού βασιλείου. Ήταν γιος του Μακεδόνα Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, Πριγκήπισσας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Ο Μακεδονικός βασιλικός οίκος λεγόταν ‘Αργεάδες’ ή ‘Τημενίδες’. Σύμφωνα με την παράδοση ο ιδρυτής του Βασιλικού οίκου – ο οποίος σημειωτέον διαφέρει ανάλογα με την ιστορική πηγή – ήρθε στην Μακεδονία, από το Άργος της Πελοποννήσου και ήταν απόγονος του Ηρακλή.
Ήταν με λίγα λόγια, Ηρακλείδες εξ’ Άργους. Από την εποχή του Αλέξανδρου Α’, που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι ο ‘Φιλλέλην’, οι Μακεδόνες Βασιλείς μετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ως γνωστόν μόνο Έλληνες μπορούσαν να πάρουν μέρος. Λίγο πολύ θα έχουμε ακούσει όλοι μας την ιστορία του Αλέξανδρου Α’ και την διαμαρτυρία των συναθλητών του σχετικά με το ότι ήταν βάρβαρος και δεν θα έπρεπε να λάβει μέρος.
Οι Λυγκηστές παλαιότερα υπαγόντουσαν στους Μολοσσούς για αυτό τους βρίσκουμε σε ιστορικές πηγές είτε σαν Μολοσσικά έθνη, είτε σαν Λυγκηστές Μακεδόνες.
Στην ουσία είχαν αναμειχτεί σε ένα μικρό βαθμό με τους Ιλλυριούς. Ο βασιλικός τους οίκος ισχυριζόταν ότι είναι Βακχιάδες απόγονοι από την Κόρινθο και παντρευόντουσαν συχνά με μέλη γειτονικών βασιλείων. Η Ευρυδίκη για παράδειγμα ήταν κόρη του Σίρρα ήΊρρα - άλλοι τον θεωρούν Λυγκηστή και κατ’ άλλους είναι Ιλλυριός- και μιας Λυγκηστίδας πριγκήπισσας.
Σειρά έχει τώρα η γενεαλογία του Αλέξανδρου από την μεριά της μητέρας του, της Ηπειρώτισσας Ολυμπιάδας. Το όνομα της όπως μαθαίνουμε από τον έγκριτο ιστορικό W. Heckel “Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη“. Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Τα μέλη του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, οι λεγόμενοι ‘Αιακίδες’ ισχυρίζονταν να είναι απόγονοι του γιού του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης που κατέφυγαν στην περιοχή μετέπειτα της πτώσης της Τροίας. Στην κλασσική εποχή, η καταγωγή από φημισμένους Ομηρικούς ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, πρόσδιδε τεράστιο κύρος στους απογόνους τους. Η Ολυμπιάδα ήταν κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά της Ηπείρου και της Ανασατίας, αγνώστων λοιπών στοιχείων αλλά πιθανότατα Ηπειρώτισσας. Στις αρχές του 6ου αιώνα ο τύραννος της Σικυώνος Κλεισθένης θέλησε να βρει σύζυγο για την κόρη του Αγαρίστη.
Κάλεσε τους καλύτερους των Ελλήνων για να αποφασίσει με ποιόν θα πάντρευε την κόρη και ανάμεσα στους μνηστήρες ήταν και ο Βασιλιάς των Μολοσσών, Άλκων. Ως τώρα εξετάσαμε την γενεαλογία του Αλέξανδρου. Στην συνέχεια, περνάμε σε ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα. Πως ένιωθε ο ίδιος ο Αλέξανδρος? Απ’ όλες τις ιστορικές πηγές, παίρνουμε το ίδιο μήνυμα.
Ο Αλέξανδρος δεν έχανε ευκαιρία να πιστοποιεί πόσο περήφανος ήταν που ήταν Έλληνας. Η σούμα από όλα αυτά είναι: Οι γονείς του είχαν Ελληνική καταγωγή. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Μιλούσε Ελληνικά. Μεγάλωσε και μορφώθηκε από φημισμένους Έλληνες δάσκαλους και είχε σαν αγαπημένο του βιβλίο, την Ιλιάδα. Πίστευε στους ίδιους θεούς όπως και οι άλλοι Έλληνες. Ανέλαβε να φέρει σε πέρας και τα κατάφερε, μια εκστρατεία, βασισμένη σε μακροχρόνια έχθρα μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, σαν ‘Αρχιστράτηγος των Ελλήνων’.
Αυτός και ο στρατός του, διέδωσαν την Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, σε όλα τα έθνη από τα οποία πέρασαν και κατά συνέπεια ο Αλέξανδρος δικαιότατα έχει παραμείνει δια μέσου των αιώνων σαν ένα σύμβολο της Ελληνικής Ιστορίας και πολιτισμού.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα
ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αι.
π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα
και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου. Προς το τέλος του 7ου
αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία› ή «Προνοία› και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η Άρτεμις, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία και η Ειλείθυια.
Ο ύμνος περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο ο Απόλλωνας επέλεξε τους πρώτους ιερείς του, τους οποίους επέλεξε από το "γοργό πλοίο" τους. Ήταν "Κρήτες από την πόλη του Μίνωα της Κνωσού", που ταξίδευαν στην αμμώδη Πύλο. Αλλά ο Απόλλωνας, ένα από τα λατρευτικά επίθετα του οποίου ήταν "Δελφίνιος", πήδηξε στο πλοίο με τη μορφή δελφινιού. Ο Απόλλωνας αποκάλυψε τον εαυτό του στους τρομοκρατημένους Κρήτες, και πρόσταξε να τον ακολουθήσουν μέχρι τον "τόπο στον οποίο θα έχετε πλούσιες προσφορές". 






